Στιχομαντεία
Τα ονόματά μας πού και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους
ψυχές περιπλανώμενες δυστυχισμένες
χαμένες σημασίες που τις αποζητούν ακόμα
Για μια στιγμή θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
κι ανάβουνε τα παγωμένα φώτα
κι αρχίζουν από μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
να νοιώσουν έτσι πως υπάρχουν
Γιατί, πού τώρα πια φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν
να τρέμουν οι ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια
πού τώρα δάχτυλα αποχωρισμού να τα χαράζουνε
στης νεραντζιάς τη φλούδα
Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
και εξώφυλλα
βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν
Εμείς χαμένες σημασίες
κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα
Το μεθύσι των νεκρών
Κλειστό είναι το ανοικτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.
Και τότε είναι που θα διαβάσεις το κενό
– γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι γνωστά. Σαν «ανοιχτό» βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου