Βασίλης Πανδής
Έφερες τη ραγισματιά στο απατηλό κοιμητήρι, άυλε εδώ,
κι επίστεψα σε χώρες και σε χώρους όπου δεν έζησα
και μοναχά μου όρμαγα από καρτίνι σε καρτίνι,
πριν ολίγο να ξυπνήσουνε οι φόβοι στ' όνειρό μου -
ξυπνώ κι εγώ και χάνονται - ξυπνάω και κοιμούνται -
πόσες χιλιάδες χρόνους τσακισμένους μέσα μου -
έκφραση του καλώς προετοιμασμένου απροσδόκητου
Στον πράσινο προθάλαμο εγκλωβίστηκα στην ψύχρα -
ψύχρα ο ουρανός και στάζει και σπάζει η προσμονή
κι η πνιγμονή συνορεύει με τους κύκλους του χρόνου,
ατενίζοντας το λαγαρό, το γαλανό φεγγάρι,
που σημαίνει ανακάλυψη του μαύρου ουρανού -
βραχύς επίλογος
Πόσοι άνθρωποι παίρνουν
ο ένας πίσω από τον άλλον
τη σκυτάλη του λεπτοδείκτη
και πώς όλοι είναι μονάχα ένας, ο ίδιος,
και πώς το υποφέρουνε
και πούθε να κατάγονται όλες οι παρδαλές του γνώμες;
Πώς να τα κρύψεις όλ’ αυτά;
Αλλά και πώς ν' ανοίξεις, να τα πεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου