Σελίδες

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Αφήγησις παράξενος ή Περί των χωριατών και των αβουκάτων.

«Σαχλίκη, εσέν η Μοίρα σου τα σου έχει καμωμένα
πολλά κακά και απλήρωτα* και αριφνημόν* δεν έχουν, 
Και τούτο έναι φανερόν, οι πάντες το κατέχουν,
αμέ καρτέρει, βάσταζε, παρηγορού και θάρρει,
και γίνου προς το δίκαιόν σου υπομονής λιθάριν

 * άφθονα
* υπολογισμό
5
κ’ εκείνη, όσα σε ήρπασεν, δύναται να σου στρέψη
τόσα και πλειότερα καλά και να σε θεραπέψη·
δύναται η Τύχη τον τροχόν πάλιν να τον γυρίση,
κ’ εις τα κακά τά σ’ έκαμε να σε παρηγορήση.
Και μετά τούτον τον σκοπόν εβάστουν την πικρίαν
10
και ανάμενα την Τύχην μου να πέμπη ιατρείαν».
Κ’ εκείνη η Τύχη μου η κακή, η Μοίρα μου η θλιμμένη
ως είχεν όρεξιν καλήν να συχνοαναστενάζω,
13
να θλίβωμαι και να πονώ και πάντα να φωνιάζω,
15
ουδέν ηθέλησε ποτέ η Τύχη μου να αλλάξη,
ου διά κακόν, ου διά καλόν, διά να με καταλλάξη*, 
αμ’ ήθελε να με κρατή τες θλίψεις φορτωμένον,
πάντα να με θωρή άτυχον και παραπονεμένον.
Λοιπόν, εξαγανάκτησα της θλίψης το γομάριν,

*να με μεταβάλει
20
[…]
και ουδέν ημπόρουν να βαστώ του πόνου την ανάγκην,
επίασα το κονδύλιν μου, χαρτίν και καλαμάριν,
να γράψω διά την θλίψιν μου, το δολερόν γομάριν
΄Όποιος λοιπόν ορέγεται να μάθη διά την Μοίραν,

25
το πώς παίζει τον άτυχον, ωσάν παιγνιώτης λύραν
ας έλθη να αναγνώση εδώ τούτο το καταλόγιν,
το εκάτσα κι εστιχόπλεξα και μοιάζει μοιρολόγιν.
Διατί έν’ τιμή και προκοπή και φρόνησις το γράμμα.
Ο κύρης μου και η μάνα μου, εκείνοι οπού με εκάμαν,
* τραγούδι
30
κατάχερα εκ το στόμα μου ουδέν έλειψεν το γάλα,
κ’ εις μίαν οι άτυχοι γονείς εις το σκολείον με εβάλαν, 
στα γράμματα με εβάλασιν, φρόνεσιν να μανθάνω·
και έμαθα τα γράμματα ώστε ενηλικώθην,
κ’ επρόκοπτα εις την παίδευσιν, ώστε όπου εμεγαλώθην
Αμή απότις εγένομουν χρονών δεκατεσσάρων,
Χριστέ, να με είχασιν υπά κανίσκιν* εις τον Χάρον! – 
διατί ήρχισεν η Μοίρα μου εις μίαν να με εμποδίζη
* δώρο
38
ως είχεν πάντα προθυμίαν, διά να με τσιγαρίζη,
<14>
κ’ ήρχισα τον διδάσκαλον να τον αποχωρίζω
39
και τα στενά του Κάστρου μας τριγύρου να γυρίζω.
40
Αρά και πότε το χαρτίν επιάνα να διαβάζω,
αμή ήθελα να περπατώ διά να περιδιαβάζω,
και με μεγάλες συντροφίες ήθελα να γυρίζω.
Τα καλαμάρια, τα χαρτία, όλα τα ελαχτοπάτουν·* 
*κλωτσούσα
45
ερμήνευσέ με να αγαπώ πολλά την αμαρτίαν
και αφήκα, ο κακορίζικος, γράμματα και χαρτία
Εξύπνησέ με η τύχη μου εις το πολιτικαρείον*, 
κ’ εφαίνετό μου το σκολείον ωσάν κακόν θηριόν.
Οπού ήσαν γάμοι και χοροί ήθελα να χορεύω,
* μπουρδέλο
50
μαυλίστριες και πολιτικές ήθελα να γυρεύω.
Όλες τες έμαθα καλά, όλες εγνώρισά τες,
κ’ εξέδραμα και εγύρεψα κ’ επαραδιάβασά τες
Ωρέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες,
με τους παιγνιώτες* τους καλούς, τους παραδιαβαστάδες. 
*οργανοπαίχτες
55
Ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τα εξαφήκα,
κ’ εις το σκολείον των πολτικών εγύρεψα κ’ εμπήκα.
Αφήκα πάσαν φρόνεσιν και παίδευσιν και τάξιν,
και συμβουλήν δεν ήθελα τινός να με διατάξη,
αμή εγενόμην μάστορας τους άλλους να διατάσσω
60
και ουδέν ημπόρουν τα καλά ποτέ να τα χορτάσω.
Από μαυλίστριες, πολτικές, είπα, ποτέ να μη έβγω
και άλλους εκεί να μην εμπούν ήξευρα να παιδεύγω
[…]
να περπατώ εις τα σκοτεινά την νύκταν ετρωγόμην·
65
ως νυκτερίδα εγύριζα εις το Ξώπορτον του Κάστρου
και υπήγαινα να κοιμηθώ με της ημέρας τ’ άστρου.
Οι συντροφίες, τα γιόματα κ’ οι δείπνοι καθ’ ημέραν,
και τα μεγάλα ανήφορα, κατήφορα μ’ εφέραν·
διατί ουδέν είχα ενθύμησιν στο σπίτιν να γυρίσω,
70
αμή ωρεγόμην και ήθελα πάντα καλά να ζήσω 
και το εδικόν μου πάντοτε διά τούτο να χαρίσω.
Ουδέ αθιβάνω* βασιλέα, ουδέ άρχοντα, ουδέ ρήγα,
που να εξοδιάζει περισσά και να εσοδιάζη ολίγα,
να μηδέν έλθη εις πτωχείαν, να μηδέν ερημάζη,
* φέρνω στο νού μου
75
να αγανακτίζη πάντοτε, να βαριαναστενάζη.
Αφήκα πάσα χάριτα και πάσα καλοσύνη,
εξέπεσα κ’ επτώχανα κ’ εχάσα το εδικόν μου,
και τότε σκόπησε* καλά τον πελελόν* σκοπόν μου: 
επούλησα τα σπίτια μου κ’ επούλησα τους τόπους
* σκέψου, λογίσου
*τρελό
80
οπού με αφήκαν οι γονείς με τους πολλούς τους κόπους.
Και τότε η Τύχη μου η κακή, μάθε το τί με εποίκε·
απήν με επήρε τα πολλά και τα μισά με αφήκε,
τότε ήρχισεν η τύχη μου τάχα να συμβουλεύη,
κλεπτάτα να με συγελά και να με αζιγανεύη*. 

*να με εξαπατά

85
Και λέγει η Τύχη μου η κακή: «Εδά έβγαλες τα χρέη,
έλειψαν από πάνω σου οι άνομοι Εβραίοι.
Τρώγε και πίνε το λοιπόν, τρώγε και χαροκόπα,
και πώς να κρους καλόν καιρόν, ημέρα νύκτα σκόπα!».
Λοιπόν εξαναγιάγερνα εις την αρχαίαν μου τάξιν,
90
και οπού να κάμη τα έκαμα, ολίγα να υποτάξη.
Ωρέγομουν να περπατώ και να περιδιαβάζω,
πάσα καλήν χαροκοπίαν ήθελα να διαβάζω,
ηγάπουν το μαυλισταρείον*, το μέγα μοναστήριν. 
Και ως το ήθελεν η Τύχη μου, η άτυχός μου Μοίρα,
*πορνείο
95
ηύρα την Κουταγιώταιναν, την πομπωμένην χήραν,
που ν’ αξωθώ να την ιδώ και να της κρουν την λύραν.
Πολλά εχαροκόπησα εγώ κ’ εκείνη αντάμα·
ήτον αυθέντρια και κυρά και δέσποινα και ντάμα.
Πολλά επαραδιαβάσαμεν αντάμα εμείς οι δύο,
100
ακόμη ώς και την σήμερον τα γένια μου μαδίω.
Διά εκείνην την πολιτικήν στην φυλακήν με εβάλαν,
και απήτις μ’ ερημάξασιν, τότε κοντά μ’ εβγάλαν
και τά έγραψα εις την φυλακήν διά τες αρχαίες μαυλίστριες
[…]
105
και τα παιδία του σκολείου πολλά τα ετραγουδούσαν.
Και απήν ελευθερώθηκα, η Τύχη μου η καμένη,
ως ήτον να με πολεμά πάντοτε μαθημένη,
λέγει μου: «Άγωμε* εις το χωρίον, να κάμης τες δουλείες σου, 
* πήγαινε
και άφες του Κάστρου τα στενά, άφες τες πελελίες σου,
110
να λείπης εκ τες έξοδες κ’ εκ τες εντυμασίες
να μη σε τρων πολιτικές, μηδέ και μαυλισίες.
Λείπε από τόσην έξοδον και γίνου νοικοκύρης,
αν ζήσης να περισσευθής και πάλιν να διαγείρης,
όντα τυχαίνη, γύρευσε, σπούδαξε να εσοδιάζης
115
και θέλεις έχειν εις καιρόν, αν πρέπει, να εξοδιάζης».
Εκόμπωσέ με* η Τύχη μου, είπέ μου: «Γείρε, φύγε!» 
και από το Κάστρον με έβγαλεν, εις το χωρίον με επήγε.
 * με εξαπάτησε , με γέλασε 


Πηγή: Cristiano Luciani, «Stefanos Sachlikis, Περί των χωριατών και των αβουκάτων. “Sui villani e gli avvocati di Candia”», Rivista di Studi Bizantini
e Neoellenici 40 (2003), σ. 85-169.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου