Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Παράγραφος 1, 2 (απόσπασμα) Βασίλης Παπάς

Παράγραφος 1

Ένας μακρύς λογαριασμός που ξεχείλισε και χύθηκε στο πάτωμα, σε υποχρεώνει τώρα ν’ ακολουθήσεις τους συλλογισμούς και τις πράξεις του, ο δρόμος. Πάμε να προσκυνήσουμε τον Κώτα που έγινε άγαλμα, και η ματιά αιωνιότης, κατηφορίζει τώρα σε ευθεία, ένα τεντωμένο σκοινί ν’ απλώνουν την μπουγάδα τους οι μειοψηφίες της Μακεδονίας.

.....

Η γεωγραφία στο σώμα και το κύτταρο, κι ο ίλιγγος αφήνει πίσω τους τις ωριαίες ταχύτητες, διαλύει τα υδραυλικά συστήματα των φρένων και μετατρέπει το αίμα σε ομίχλη για να κυκλοφορούμε απαρατήρητα λαθραίοι, εκχυμωμένοι χωρίς χάρτη – χωρίς ιδιότητες – χωρίς δρόμο για το Maribor. Η πράσινη λωρίδα στο δέρμα του βουνού, τα ερείπια, κι οι νταλίκες γλιστράνε φερμουάρ στην κατηφόρα, μια σκέψη απλή, όπως τα χιόνια που μεταφέρουν στην σκεπή τους. Τα βράδια στις παρκίδες κοιμούνται σαν τα μικρά παιδιά στον κινηματογράφο.
***
Ο χώρος γλιστράει ανάμεσα στα σώματα και τ’ άλλα εργαλεία και τα παιδιά της quipe που δουλεύουν – ανάβουν τα φώτα, τραβάνε τα σχοινιά – δεμένα μεταξύ τους τροχαλίες. Το μάτι πίσω απ’ την κουρτίνα, μια γλώσσα που βουίζει αναπαυμένη σε πιο ευρύχωρο επεισόδιο και ξαφνικά η γλυκιά διαρροή ενός γενικότερου σαμποτάζ, η ιδέα, πως όλα μπορούν ν’ αλλάξουν.

.....

Τα νεύρα σου είναι συρματόσχοινα του λιφτ. Κάθομαι στο καρεκλάκι και μ’ ανεβάζεις στις πιο ψηλές βουνοκορφές και οργανώνω τα μεγάλα σλάλομ, όχι χωρίς δυστυχήματα, βέβαια, λόγω της αναρμοδιότητας μου. Αυτά για τις χειμερινές μου διακοπές. Το καλοκαίρι, κάνω τα μπάνια μου στο αίμα, που σου ανεβαίνει στο κεφάλι.
***
Οι σκέψεις σου είναι έγχρωμες τα βράδια. Χύνεις κουβάδες χρώμα μες στο δωμάτιο, σαν κάτι Αμερικανούς ζωγράφους. Μας βρίσκει αργά, βουτηγμένους σε μια γωνιά – λεπτομέρειες – να ψάχνεις τα υπνωτικά για να σε ρυμουλκήσουν.


Παράγραφος 2


Ήχος πνευστών ματώνει απαλά την ατμόσφαιρα. Κυλάει πάνω κάτω σαν ανεμόπτερο που ψάχνει ρεύματα να το αρμενίσουν. Ο χώρος τον ρουφάει, χωνί, την ίδια στιγμή που τον απλώνει κι άνθρωποι με αλληγορικές φυσιογνωμίες, με δόντια που αστράφτουνε ανάμεσα τους, δύστοκοι φθόγγοι.
***
Η μεγάλη Άρκτος πάνω απ’ το βουνό, έτοιμη να κατασπαράξει τον προσανατολισμό μας. Κόβω αζιμούθια για να σε βρω σε τούτη εδώ την άκρη. Από πού πηγάζεις, που χύνεσαι, και ποια τα ιστορικά σου γεγονότα. Το μικρό σου χρονικό, φυλαγμένο σε κάποιο μοναστήρι, τα κοσμήματα σου θαμμένα, σ’ έναν άγνωστο τάφο. Το τοπίο τοίχος που υποχωρεί. Από δω περνάω, χάνομαι σε διαδρομές και προσπαθώ να σ’ εντοπίσω. Μετακινείσαι διαρκώς. Περιπλανιέμαι, ακολουθώ τα ίχνη σου, τα πολλαπλά πορτρέτα σου που ξεφυλλίζω, ενώ αθόρυβα επιστρέφεις, όπως ο χώρος ο κενός όταν τα πάντα αποχωρούν, και δε σε βλέπω.


.....

Εδώ οι άνθρωποι τα ξέρουν πλέον όλα. Κάθε μέρα η σκέψη τους κυματίζει πάνω απ’ το τρυφερό κορμί των γεγονότων και το μηχανογραφεί. Εφευρέτες του εαυτού τους, τυμβωρύχοι των δικών τους σωμάτων, ορειβάτες μιας προσωπικής τους εκδοχής, πίνουν καφέ, συνδιαλέγονται, κι όλα κάτι θυμίζουν, σαν συννεφάκι που πλανιέται στην ατμόσφαιρα, και μεταφέρει τη γύρη του χρόνου μέχρι τις μέρες μας. Γιατί πως γονιμοποιείται η μνήμη, μ’ αυτή την πάχνη απολιθωμένων υδρατμών στον ουρανίσκο. Τι είναι η γλώσσα, κάτι ερεθιστικό μες στην ατμόσφαιρα, μια πλώρηπου εμβολίζει το έδαφος, κι απλώνεται, καμουτσικιά υπακοής πάνω από τα τοπία. Τι είμαστε όλοι εμείς, εδραιωμένοι αιώνες τώρα, σ’ αυτή την κινητή άμμο που μας βουλιάζει, κι ύστερα από καιρό ξανά μας εμφανίζει, κι είμαστε άλλοι. Άλλοι εμείς, σαν μυθικά τέρατα με δυο κεφάλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου