Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι διεστραμμένα άρρωστη και βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα που έγραψα πριν από πολύ καιρό. Δέχτηκα πολλά αρνητικά σχόλια στο παρελθόν, όχι τόσο για την υπόθεση, όσο για τη νοσηρή περιγραφή/αφήγηση και το δυνατό λεξιλόγιο. Σας παρουσιάζω λοιπόν το πρώτο μέρος της σύντομης, κομμένης, λογοκριμένης εκδοχής. Πρόκειται για ενήλικη μυθοπλασία και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, είναι εντελώς συμπτωματική…
«Βουλιμία;» ρώτησε θυμωμένος τον εαυτό του ο Ντανιέλ και μπήκε στο διαμέρισμα κλοτσώντας στο τέλος τη θωρακισμένη πόρτα. Πέταξε νευρικά τα κλειδιά στο τραπεζάκι και έβγαλε τα παπούτσια του, καθώς ένα κύμα μίσους, για την αγενέστατη κυρία που τον έβρισε, φούντωσε μέσα του. Έπιασε το λεξικό και το ξεφύλλισε με απορία, φτάνοντας στη λέξη που τον ενδιέφερε. Βουλιμία: υπερβολική, ακατάσχετη όρεξη, λαιμαργία. «Την ηλίθια, την ξευτιλισμένη!» φώναξε δυνατά και κάθισε στον καναπέ. Ο Ντανιέλ ήταν παχύσαρκος, με μαλακό κάτασπρο δέρμα και προγούλια που ξεχείλιζαν αγανακτισμένα από το μικροσκοπικό, σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα, κεφάλι του. Τα σπυράκια με πύον είχαν καταλάβει τη μεγαλύτερη επιφάνεια του προσώπου του και τα ερεθισμένα σημάδια από το ξύσιμο, κολλούσαν το ένα διπλά στο άλλο. Είχε κλείσει τα τριάντα επτά, παρόλα αυτά έμοιαζε μεγαλύτερος και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει αρκετά. Η γυαλιστερή φαλάκρα γινόταν εύκολα αντιληπτή όσο κι αν προσπαθούσε να την κρύψει με τα υπόλοιπα αδύναμα, μακριά, λιπαρά μαλλιά του. Ζύγιζε 145 κιλά και δεν ξεπερνούσε το 1,65 σε ύψος. Δούλευε στην εταιρία του θείου του πολλά χρόνια, από τότε που ζούσε η συγχωρεμένη η μάνα του, κόβοντας τιμολόγια και βοηθώντας το τμήμα πωλήσεων. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και χειριζόταν επιδέξια τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ωστόσο ο ξάδελφος του, πολλές φορές τον μείωνε μπροστά στη Μαίρη Γκέμπεργκ, την κοπέλα που είχε ερωτευτεί παράφορα ο παχύσαρκος άνδρας. Όμως εκείνος είχε συνηθίσει τις απαράδεκτες βρισιές για τα κιλά του και κατέβαζε το κεφάλι λυπημένα, περιμένοντας τη στιγμή για να εκδικηθεί όλους όσους έπαιξαν με την ευαίσθητη ψυχή του. Όλα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό του και ο θάνατος της μάνας τον είχε τσακίσει. Εκείνη ήταν η μόνη που τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και τον υπερασπιζόταν από τα αυστηρά λόγια των παιδιών της ηλικίας του. Όταν ήταν μικρός, γύρω στα επτά, κρυφάκουσε κάποιον ψυχίατρο ονόματι Πωλ Βιμπέρσκι, να της λέει, ότι ο μονάκριβος γιος της είχε διανοητικά προβλήματα, πως το μυαλό του δεν έπαιρνε στροφές και πως χρειαζόταν στενή παρακολούθηση. Όμως εκείνη τον διαολόστειλε και έστειλε το παιδί της απροστάτευτο να μορφωθεί, να γνωρίσει παιχνίδια χωρίς φίλους, να ερωτευτεί χωρίς ανταπόκριση και να ζει σ ένα κόσμο μονάχος ταράζοντας την ψυχοσύνθεσή του. Σύντομα το φαί έγινε η εμμονή, η διασκέδασή του και η βουλιμία επιτέθηκε αστραπιαία, ύπουλα, βουλιάζοντας τις ορέξεις του μικρού αγοριού σε λιπαρά τρόφιμα. Τότε ήταν η πρώτη φορά που την άκουσε να του ψιθυρίζει στο αυτί! Ήταν εκείνη η τρομακτική, σκοτεινή φωνή μέσα στο κεφάλι του, που τον πρόσταζε να φάει, να φάει πολύ, να σκάσει και να κάνει εμετό. Στην αρχή ο μικρός έκλεγε τρομοκρατημένος και προσπαθούσε να την παρακούσει, σύντομα όμως έγινε η αλλόκοτη παρέα του και εμπιστευόταν τυφλά την κρίση της. Ό,τι έλεγε η φωνή ήταν νόμος πλέον και ο Ντανιέλ υπάκουε χωρίς αντιρρήσεις. Την ονόμασε Φάουρ και μεγάλωσαν μαζί, καταφέρνοντας να κρύψει την παρουσία της απ όλους, ακόμη και από τη μητέρα του.
Το φρέσκο ποπ κορν, με το λιωμένο βούτυρο, μοσχοβόλησε σε όλο το σπίτι και ο Ντανιέλ κοίταζε νευρικά τη συλλογή με τις αγαπημένες του ταινίες. «Τον Εξορκιστή να δεις, καημένε» ακούστηκε η γνώριμη φωνή μέσα στο κεφάλι του. «Θα προτιμούσα κάτι πιο ανάλαφρο, Φάουρ», απάντησε ο παχύσαρκος άνδρας και πήρε μια βαθιά τζούρα, από τη μεθυστική μυρωδιά που είχε εισβάλει σε κάθε γωνιά του σαλονιού. «Τον Εξορκιστή να δεις, μ ακούς;», πρόσταξε πιο αυστηρά αυτή τη φορά η σκοτεινή φωνή. Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει πιο απόλυτη, πιο κακιά και δεν άφηνε πολλά περιθώρια, τον ωθούσε σε περίεργες συνήθειες χωρίς εκείνος να φέρνει αντίσταση. Ο Ντανιέλ τράβηξε το DVD από το ράφι και το έβαλε να ξεκινήσει. Η μεγάλη πιατέλα ξεχείλισε από ποπ κορν και το μισόλιτρο αναψυκτικό τη συνόδεψε επάξια στο τραπεζάκι. Το χέρι του άντρα έσκαψε βαθιά και άρπαξε μια τεράστια χούφτα από τις σκασμένες νιφάδες καλαμποκιού. Το στόμα του μπούκωσε και κατάπιε γρήγορα, σχεδόν αμάσητα, καθώς παρακολουθούσε την ταινία.
«Ξέρεις, φίλε..», επέστρεψε η φωνή, «έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, εκτός από κάτι πραγματικά λαχταριστό»… Ο Ντανιέλ άφησε τρομοκρατημένος την πιατέλα και ρούφηξε μια γουλιά από το μαύρο αναψυκτικό του για να δροσιστεί. Έπειτα σκούπισε το στόμα του και απάντησε.
«Έχουμε δοκιμάσει τα πάντα Φάουρ, Ισπανικό, Ιταλικό, Κινέζικο, ακόμη κι εκείνο το ελεεινό, με τη μπεσαμέλ, από το Ελληνικό του Kostas. Νομίζω ότι θα αρκεστώ στα χάμπουργκερ από του Τόνυ». Η φωνή χάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα επέστρεψε για να υποτάξει το σώμα που τη φιλοξενούσε. «Πάψε, ηλίθιε! Θα κάνεις ό,τι σου πω, αλλιώς θα φύγω για πάντα και θα μείνεις μόνος σε αυτό το άθλιο σπίτι». Ο Ντανιέλ έσκυψε το κεφάλι και συμφώνησε, δίνοντας πάτημα στο Φάουρ να συνεχίσει. «Λοιπόν, τι θα έλεγες να γευτούμε κάτι πραγματικά ξεχωριστό; Τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε ωμό κρέας; Έλα, μη μου πεις ότι δεν μπήκες στον πειρασμό να φας εκείνον τον αρουραίο που σκότωσες πέρσι στο υπόγειο»!
«Ναι, αλλά, θέλω να πω, ίσως έχει αρρώστιες και τέλος πάντων πώς μπορώ να φάω κάτι τόσο βρώμικο»;
«Ποιος μίλησε για αρουραίο; Εγώ λέω να δοκιμάσουμε ανθρώπινο κρέας! Μόνο τότε θα πούμε ότι τα δοκιμάσαμε όλα»! Ο Ντανιέλ ξέσπασε σε κλάματα και γονάτισε πάνω στο χαλί. «Όχι αυτό, Φάουρ, όχι, σε παρακαλώ! Σου υπόσχομαι να φάω εκείνα τα αποφάγια από τα σκουπίδια που αρνήθηκα προχθές. Τις ακαθαρσίες του σκύλου από το πάρκο που δεν κατάφερα να βάλω στο στόμα μου. Ακόμα και το ξεραμένο εμετό που με ανάγκασες να γλείψω έξω από εκείνο το μαγαζί. Θα βρω θάρρος και θα το κάνω, όμως, άνθρωπο; ΟΧΙ αυτό»!
«Κι όμως, μέσα σου νιώθεις μια διεστραμμένη έλξη, μια γλυκιά ηδονή, σε αυτό που προστάζω».
«Μα αυτό είναι κανιβαλισμός! Μόνο ένας ανώμαλος θα το έκανε, ένας άρρωστος»! Η φωνή γέλασε δυνατά και απάντησε ειρωνικά, χωρίς οίκτο.
«Ενώ εσύ δεν είσαι;» Το βλέμμα του Ντανιέλ άλλαξε απότομα, σκοτείνιασε και θυμωμένος κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Το άνοιξε και έφαγε λαίμαργα, ό,τι κατάφερε να χωρέσει στο στομάχι του. Έπειτα προχώρησε προς το κομοδίνο, έπιασε στα χέρια του τη φωτογραφία της μάνας του και την αγκάλιασε. «Μάνα, βοήθεια…», ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια και μια σκέψη ανάγκασε το βλέμμα του να στραφεί προς το τηλέφωνο.
Η τριανταδυάχρονη Μαίρη Γκέμπεργκ χτένιζε με απαλές, ήρεμες κινήσεις τα καστανά μαλλιά της, χαμογελώντας με νάζι στον καθρέπτη. Το αέρινο νυχτικάκι της κολλούσε προκλητικά στο υπέροχο ζουμερό κορμί της, αφήνοντας το λαιμό ακάλυπτο και το πλούσιο στήθος να μισοκρύβεται πίσω από το μαλακό ύφασμα. Ήταν 1,67 και διατηρούσε σε άριστη κατάσταση τη σιλουέτα της, αφήνοντας με μαεστρία τη θηλυκότητά της να κερδίζει τις ανδρικές καρδιές. Μπορεί τα καταπράσινα μάτια της να ήταν εντυπωσιακά, αυτό όμως που σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητο, ήταν ο αριστουργηματικά πλασμένος πισινός της. Είχε βαρεθεί να ακούει κομπλιμέντα, να της την πέφτουν λιγούρια στο δρόμο, παρόλα αυτά κολακευόταν κι ας μην το παραδεχόταν. Τόνιζε ακόμη περισσότερο τους τουρλωτούς, στρογγυλεμένους γλουτούς της, φορώντας κολλητά παντελόνια και κολάν που ερέθιζαν τις φαντασιώσεις των αρσενικών, αλλά και των θηλυκών. Ναι, το είχε δοκιμάσει κι αυτό, κάποιο βραδύ σε ένα από εκείνα τα κλαμπ που οι νεολαία χτυπιέται με τσαμπουκά, η Μαίρη γνώρισε μια ελκυστική σαραντάρα, ονόματι Σούζαν. Λίγο το ποτό, λίγο η περιέργεια, κατέληξε να ξυπνήσει το επόμενο πρωινό πλάι της γυμνή. Όμως όλα αυτά ήταν πριν το Μπράιαν, τον έρωτα της ζωής της. Ο Μπράιαν είχε κλείσει τα 37 και ήταν ένας σπουδαίος δικηγόρος. Καλογυμνασμένος, όμορφος, καλλιεργημένος, με αξίωμα και θέση στην κοινωνία, με έντονους κοιλιακούς και φουσκωμένο πορτοφόλι (φήμες δεν ήθελαν μόνο αυτό φουσκωμένο), ήταν το άπιαστο όνειρα κάθε γυναίκας. Κελεπούρι, έτσι τον είχε αποκαλέσει στις φίλες της. Αυτό που την ένοιαζε πλέον, ήταν να φύγει από την άθλια εταιρία που εργαζόταν και να γατζωθεί από τον καλό της. Δεν ήθελε γάμο, παιδιά και αηδίες, όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τον τυλίξει.
Το κινητό τηλέφωνό της χτύπησε ρυθμικά αποσπώντας την προσοχή της από τον καλλωπισμό. Πλησίασε, κοίταξε το νούμερο και απάντησε αγανακτισμένα, αλλάζοντας έκφραση στο χαρούμενο πρόσωπο της. «Έλα, Ντανιέλ, τι έγινε πάλι;» είπε και κοίταξε το ταβάνι σκουντώντας με το πόδι τα σκόρπια ρούχα που δεν πρόλαβε να συμμαζέψει. «Τι, τώρα; Πας καλά, είναι δέκα το βράδυ και έχω έξοδο. Σοβαρέψου»! Παύση μερικών λεπτών κι έπειτα ξανά «Δεν μπορεί να περάσει ο Μάρτιν; Αυτός συνέχεια χαζολογά στο μπαρ που είναι κοντά στο σπίτι σου ή η Αναστασία; Αυτή είναι ελεύθερη και δεν θα έχει πρόβλημα να περάσει να τα πάρει. Ω! Έλα τώρα, Ντανιέλ, λυπήσου με»! Έπιασε το κόκκινο προκλητικό κραγιόν της και πλησίασε στον καθρέπτη. Έβαψε τα σαρκώδη χείλη της κι έκανε μια γκριμάτσα κοροϊδίας προς το συνομιλητή της. «Καλά, καλά», είπε στο τέλος, «Αν είναι να μου τα πρήζεις σήμερα όλο το βράδυ κι αύριο στη δουλεία, θα περάσω να τα πάρω, αν και δεν καταλαβαίνω γιατί τόση βιασύνη; Τέλος πάντων, θα είμαι εκεί σε μισή ώρα. Ανεβαίνω μου τα δίνεις και φεύγω. Έγινε»;
Το ψηφιακό ρολόι πάνω στη βιβλιοθήκη έδειχνε 22:35 και ο Ντανιέλ είχε χαθεί σε βαθιές σκέψεις, καθισμένος σε μια γωνία. Τα κλαμένα μάτια του γυάλιζαν και τα ξεραμένα αποφάγια στο στόμα είχαν δημιουργήσει μικρά βουναλάκια αηδίας. Το μυαλό του είχε χωριστεί ανάμεσα σε δυο περίεργους κόσμους και η ακόρεστη επιθυμία για φαγητό τον ωθούσε στην υπερβολή, στη διαστροφή, στο να διαπράξει φρικιαστικό έγκλημα. Το κουδούνι χτύπησε δυο φορές ξυπνώντας το κτήνος από το λήθαργο του. Ο παχύσαρκος άνδρας σηκώθηκε βιαστικά και αφού σκούπισε το λερωμένο στόμα του, προχώρησε να υποδεχτεί τη γυναίκα. Άνοιξε την πόρτα και για μια στιγμή άφησε ένα κύμα αγάπης να κατασταλάξει στο μπερδεμένο μυαλό του. Η Μαίρη κοίταξε με αηδία πίσω από τους ώμους του Ντανιέλ. Ο καναπές ήταν λερωμένος με σάλτσα, πάνω στο τραπεζάκι είχε άδεια κουτάκια από αναψυκτικά, καθώς και διάφορα αποφάγια. Το ποπ κορν είχε διακοσμήσει με τσαπατσουλιά το πάτωμα και της ήρθε να ξεράσει, με αυτή την μπόχα που ανακάτευε μαγειρευτό φαγητό με κάτουρο και κόπρανα. Ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται και έκανε δυο βήματα πίσω βάζοντας τα χέρια στο στόμα προσπαθώντας να αποφύγει να ξεράσει. Ο Ντανιέλ κάρφωσε το βλέμμα του ανάμεσα στην προκλητική σχισμή που χώριζε στα δυο τα παραφουσκωμένα στήθη της. Κοίταξε για λίγο και ένιωσε μια περίεργη έλξη, μια διαολεμένη ηδονή, που όμοιά της δεν είχε ξανά αισθανθεί. Ήταν ερωτευμένος μαζί της από τότε που έφτασε στην εταιρία του θείου του. Εκείνη όμως του ξεκαθάρισε από την αρχή ότι είναι απλά δυο καλοί φίλοι και τίποτα παραπάνω, προσπαθώντας να είναι ευγενική. Ο Ντανιέλ το είχε δεχτεί χωρίς να γίνεται ενοχλητικός, εκείνο το βράδυ όμως, η ομορφιά της ήταν εκθαμβωτική και οι αντρικές ορμές του άναψαν αμέσως. Μπορεί να ήταν παρθένος, να μην είχε κάνει ποτέ έρωτα στη ζωή του, αλλά ήξερε πως είναι μια γυμνή γυναίκα. Παρακολουθούσε αυτά τα χυδαία βίντεο στο διαδίκτυο και στα DVD που αγόραζε αρκετό καιρό πριν αποκτήσει υπολογιστή. Έβλεπε πως ένας άντρας ερέθιζε μια γυναίκα, πως τη φιλούσε με πάθος και πως στο τέλος έμπαινε μέσα της. Ο Ντανιέλ δεν είχε αγγίξει ποτέ του γυναίκα ερωτικά, δεν είχε δει ποτέ από κοντά στήθη και η άκομψη φορεσιά της Μαίρη τον ζάλισε.
«Πέρνα για λίγο μέσα σε παρακαλώ», της είπε και χαμογέλασε. Εκείνη στην αρχή αρνήθηκε, αλλά στο τέλος έδωσε θάρρος στον εαυτό της και σκέφτηκε «Έλα, Μαίρη, έλα κορίτσι μου, κάντο για λίγο. Μπες και περίμενε για δυο λεπτά. Πόση ώρα θα κάνει να σου φέρει τα αναθεματισμένα χαρτιά; Μετά θα βγεις έξω, θα αναπνεύσεις καθαρό οξυγόνο και θα αγκαλιάσεις τον Μπράιαν που σε περιμένει στο εστιατόριο». Η γυναίκα προχώρησε με μίση καρδιά και μπήκε στο ελεεινό χοιροστάσιο, όπως το περιέγραψε πρόχειρα από μέσα της. Ο Ντανιέλ έκλεισε την πόρτα και μίλησε...
«Μαίρη, υπάρχει κάποιος μέσα στο μυαλό μου, μου κάνει κακό και θέλω να τον διώξω. Βοήθησε με, σε παρακαλώ» Η γυναίκα ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να καταλάβει.
«Ντανιέλ, τι λες; Τι έπαθες;»
«Τον λένε Φάουρ και μου λέει να φάω… Στο διάολο να πάει. Πες του να φύγει, σε παρακαλώ. Η μάνα μου δε μου μιλάει πλέον, μου κρατάει μούτρα επειδή είμαι άτακτος», είπε και την αγκάλιασε σφιχτά με δάκρυα στα μάτια.
«Με πονάς», φώναξε εκείνη τρομοκρατημένη και τον σκούντηξε με όση δύναμη είχε, προσπαθώντας να τον διώξει μακριά της.
Μια δυνατή σφαλιάρα προσγειώθηκε στο μάγουλο του Ντανιέλ αναγκάζοντάς τον να ελευθερώσει από την τεράστια αγκαλιά του την κοπέλα. Έπιασε το πληγωμένο σημείο που τον έτσουξε και σούφρωσε τα φρύδια θυμωμένος. Μια τρομακτικά αλλόκοτη συννεφιά σκέπασε το πρόσωπο και κάτι σκοτεινό κυρίευσε το κορμί του. Η Μαίρη έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω για να φτάσει την εξώπορτα. «Ο Φάουρ είχε δίκιο, σκύλα!», είπε ο παχύσαρκος άντρας και επιτέθηκε με μίσος στη γυναίκα. «Είμαι ένας ανώμαλος, ένα άρρωστο κτήνος και ναι! Θέλω να γευτώ ανθρώπινη σάρκα!» φώναξε καθώς ανταπέδωσε τη σφαλιάρα. «Κανείς δε νοιάζεται για μένα όσο ο Φάουρ, γαμώτο! Έπρεπε να κάνω αυτό που ζήτησε χωρίς να δειλιάσω». Η γυναίκα γονάτισε ζαλισμένη από το χτύπημα. Εκείνος την έπιασε από το λαιμό και με ευκολία την πέταξε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ανέβηκε επάνω της και χτυπούσε το κεφάλι της ξανά και ξανά, ώσπου ένιωσε τα χέρια του υγρά και τα μπράτσα του να τρέμουν. Κοίταξε με απορία και είδε το κόκκινο αίμα που ξέφυγε από τις πληγές της άτυχης γυναίκας, η οποία είχε πια λιποθυμήσει. Σηκώθηκε και την έφτυσε θυμωμένος. Έπειτα την πήρε αγκαλιά, την έδεσε στο κρεβάτι του και φίμωσε το στόμα της με ένα πανί. «Τα κατάφερες, φίλε!» επέστρεψε η φωνή, «Τώρα την έχεις εδώ, δεμένη, ακινητοποιημένη και φρέσκια για κατανάλωση. Τι λες, θα δοκιμάσεις ένα μικρό κομματάκι; Λίγο μπούτι ίσως, ή στήθος». Ο Ντανιέλ έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος. «Όμως, Φάουρ, είναι καλή κοπέλα. Ήταν πάντα ευγενική μαζί μου και δεν μπορώ να τη βλάψω. Είμαι, θέλω να πω, είμαι ερωτευμένος μαζί της»… Η φωνή σούβλισε το κεφάλι του προκαλώντας αφόρητους πόνους στον άντρα. «Κοίταξέ την, καημένε. Δεν είναι παρά ένα τσουλάκι, ένα βρωμοθήλυκο που σε κορόιδευε πίσω από την πλάτη σου μαζί με τους υπόλοιπους κλόουν. Σου αρνήθηκε τον έρωτα και την βοήθειά της. Εμπρός, κάντο»! Ο Ντανιέλ έπιασε το κεφάλι του και μουρμούρισε κάποια αδέσποτα λόγια χωρίς να ξέρει τι πραγματικά ξεστόμιζε. Εκείνη η ακαθόριστη σκοτεινιά στο βλέμμα του επέστρεψε και ο θυμός έριξε άγκυρα στις νοσηρές σκέψεις του. «Θα το κάνω», είπε και έφερε ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο από την κουζίνα. Πλησίασε αργά και του χέρι του έτρεμε. Ετοιμάστηκε να χτυπήσει γρήγορα στην καρδιά, να μην της προκαλέσει πόνο, να την ξεκάνει μια κι έξω. Ο Φάουρ όμως είχε άλλα σχέδια… «Στάσου, στάσου. Γιατί τόση βιασύνη; Κοίταξέ την, είναι ένα υπέροχο πλάσμα, γυναικάρα. Την ποθούσες για χρόνια, φίλε, δε νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να γίνεις άντρας, να ολοκληρώσεις τη σχέση σας»; Το μαχαίρι κινήθηκε γρήγορα και έσκισε το ακριβό φόρεμα της κοπέλας. Το υπέροχο κορμί της ελευθερώθηκε και τα εσώρουχα ήταν τα μονά που κάλυπταν τα επίμαχα σημεία. Χέρια και πόδια ήταν τεντωμένα στις άκρες του κρεβατιού, δεμένα με χοντρό σχοινί, σχημάτιζαν ένα μεγάλο Χ. Ο Ντανιέλ χλόμιασε και ο κρύος ιδρώτας κύλησε από το σβέρκο του μέχρι τη μέση. Έτρεμε σα το ψάρι έξω από το νερό και για μια στιγμή δείλιασε. Έκανε πίσω, μα κάτι σαν μαγνήτης τον τράβηξε στο γυμνό κορμί. Άπλωσε τα χέρια του και τράβηξε το μοντέρνο, κόκκινο στρινγκ απαλά. Τα απόκρυφα της γυναίκας ελευθερώθηκαν, θολώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του. Τα χέρια του έμειναν για λίγη ώρα πάνω στα ζουμερά μπούτια της κι έπειτα μπήκαν από τη μέσα μεριά. Προχώρησαν προς τα επάνω και κατέληξαν στην είσοδο…
Ο Μπράιαν κοίταξε το ακριβό ρολόι του χεριού του και ζωγράφισε μια πρόχειρη αγανάκτηση στο όμορφο πρόσωπο του. Πάντα αργούσε η Μαίρη, όμως μια ώρα δεν τον είχε στήσει ποτέ. Έπιασε το κινητό του και ξανακάλεσε για εικοστή φορά τον αριθμό της. Τίποτα. Καμιά απάντηση. Τώρα η αγανάκτηση άρχισε να μεταμορφώνεται σε ανησυχία. «Λες να έπαθε κάτι;», σκέφτηκε από μέσα του και ήπιε την τελευταία γουλιά κρασιού από το ποτήρι του. Σηκώθηκε, πλήρωσε και βγήκε από το εστιατόριο. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό τ’ αστέρια και έχωσε το χέρι του μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού. Έβγαλε ένα μικρό, κομψό, κουτάκι και το στριφογύρισε με παιγνιδιάρικο τρόπο. Έπειτα το έβαλε πίσω στη θέση του και έπιασε το κινητό. Άρχισε να καλεί όλες τις φίλες της Μαίρης. Καμιά δε γνώριζε που ήταν. Ο Μπράιαν ένιωσε ένα δυνατό ηλεκτροσόκ να διαπερνά το γυμνασμένο κορμί του και μπήκε στο αυτοκίνητο του. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Μαίρης.
Συνεχίζεται…
Η «Βουλιμία» ολοκληρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 2014 και δημοσιεύτηκε από το Noizy.gr
Κείμενο : John Emmans (all rights reserved)
αναδημοσίευση από: http://emmansjohn.blogspot.gr/2015/12/blog-post_6.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου