της Μαίρης Κουλεντιανού
Έτσι ξαφνικά παιδί μου, ποιος
να το περιμένει
να χάσει ο ήλιος το χρυσό του
φως
τα σύννεφα σε μια αγκαλιά
μέσα τον ’κλείσαν
σκοτείνιασαν τον ουρανό και να σε δω δεν με αφήσαν.
Να δω το χρώμα του αγρού, που είχε η ματιά σου,
να σταματήσω την βροχή που
ξέβαψε το κόκκινο
από τα μάγουλά σου.
Να ακούω βροντή και κεραυνό, τον
ουρανό αστραπή να σκίζει,
φωτιά να γίνει ξαφνικά και
πάνω σου να έρθει.
Μάταια απλώνω το κορμί μακριά
να την κρατήσω
μην πέσει το κορμάκι σου κακό
να το λαβώσει.
Μα καίει την καρδούλα σου το
σώμα σου παγώνει
κι εγώ το χέρι σου κρατώ, θέλω να το ζεστάνω,
να πάρεις από με ζωή παιδάκι
μου, μα άδικα το χάνω.
Σκύβω και σου μιλώ σιγά, κανείς
να μην με ακούσει,
μόνο εσύ θαρρώ ακούς, τα
λόγια που σου λέω
έχεις τα χείλη σφραγιστά κι
απάντηση δεν παίρνω.
Και συνεχίζω να κοιτώ τα
μάτια σου κλεισμένα
πως θα ‘θελα να ξαναρθείς στον κόσμο και σε μένα.
Τότε που ήσουνα μικρό κι εγώ
σε νταχταρούσα
σφιγγόσουνα στην αγκαλιά κι
ένα φιλί πάνω σ’ αυτά
μ’ αγάπη ακουμπούσα.
Στεφανωμένο μ’ άνθη μυγδαλιάς
ξεχάστηκες κι αλλού περιπλανάσαι
στις άσπρες αυλές του
φεγγαριού και μένα δεν θυμάσαι.
Τώρα αργά θα προχωρεί το κάθε
μεσονύχτι
της μοναξιάς ξημέρωμα τον
πόνο μου θ ακούσει.
Αυγής μικρή δροσοσταλιά, όταν
ξυπνούν οι αναμνήσεις
βάλσαμο βάλε στην καρδιά κι
έλα να τις κοιμήσεις.
Αυτό ήτανε το πεπρωμένο κι
έτσι ξαφνικά σωπαίνω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου