προλογίζει ο Δημήτριος Γκόγκας
Οι γιορτές του Δωδεκαημέρου στη Κύπρο , δεν είναι άλλες, από αυτές, τις γνώριμες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Οι εορτασμοί των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, συνοδεύονται από ήθη και έθιμα, άλλα γνώριμα και άλλα όχι. Οι στολισμοί κυρίως των υποστατικών χαρακτηρίζονται από την παρουσία του λαμπρού χριστουγεννιάτικου δένδρου, τους έντονους φωτισμούς που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν και την κοινή ανθρώπινη φαντασία.
Το σφάξιμο του γουρουνιού (αν και έχει ατονήσει το έθιμο), η παρασκευή μελομακάρονων, κουραμπιέδων, χριστόψωμου, η βασιλόπιττα, τα ξεροτήγανα, το Χριστουγεννιάτικο Κέικ !!, τα φοινικωτά γλυκά, αλλά και η σούπα, έχουν την τιμητική τους αυτές τις ημέρες.
Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα μικρά παιδιά έλεγαν διάφορα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια, ένα εκ των οποίων είναι το παρακάτω:
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
-Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;
-Από την μάνα μου έρχομαι και στο σχολείο πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις ,κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ μαθαίνω γράμματα, τραγούδια δεν ξέρω.
-Από την μάνα μου έρχομαι και στο σχολείο πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις ,κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ μαθαίνω γράμματα, τραγούδια δεν ξέρω.
Και σαν μαθαίνεις γράμματα πες μας την Αλφαβήτα.
Και το ραβδί του ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα.
Και το ραβδί του ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα.
Επίσης ορισμένοι σπιτονοικοκύρηδες συνηθίζουν να ρίχνουν στην φωτιά φύλλα Ελιάς και να λένε σιγοτραγουδώντας:
Aϊ Βασίλη, Βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν με αγαπά .
και λένε το όνομα του ατόμου που θέλουνε να γνωρίζουν εάν τους αγαπά.
Δεν θα προχωρήσουμε όμως περισσότερο, δεν θα αναφερθούμε εμείς στα ήθη και στα έθιμα της Κυπριακής Κοινωνίας τις ημέρες εκείνες. Αυτά μπορείτε να τα διαβάσετε διάσπαρτα σε βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, σελίδες του διαδικτύου, αλλά και στο έξοδο κείμενο που ακολουθεί της συγγραφέως Μαρούλλας Πανάγου. Οι διαχειριστές αυτού του Ιστολογίου, σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ όμορφο να γνωρίσουμε μέσα από τον γραπτό λόγο Κυπρίων Ποιητών, τα Χριστούγεννα, τη Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Έτσι οι δημιουργοί κλήθηκαν να αναδείξουν την αγάπη, να φανερώσουν συναισθήματα, να καταγράψουν θύμησες, να καταδείξουν την αναγκαιότητα των εορτών αυτών για όλους μας και κυρίως για τα παιδιά, τα παιδιά μας, τα παιδιά όλου του κόσμου.
Σε τούτο το εορταστικό κάλεσμα, ανταποκρίθηκαν (και τους ευχαριστούμε θερμά) οι παρακάτω (κατ΄ αλφαβητική σειρά) Κύπριοι Ποιητές:
Ø Κατσιαντώνης Κυριάκος
Ø Κυπριανού Ντίνος
Ø Μάτσιου Κωνσταντίνου Κατερίνα
Ø Πανάγου Μαρούλλα
Ø Παναγιώτου Παπαονησιφόρου Μυριάνθη
Ø Στυλιανού Παυλίνα
Ø Τακκιδη Μαρινα
Ø Τιμοθέου Ανδρέας
Ø Τυρίμου Ελένη
Ø Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη
Ø Χριστοδούλου Θάλεια
Ας αφεθούμε στην ανάγνωση των ποιημάτων και των κειμένων.
*
Σημασία στα παιδιά
του Κυριάκου Κατσιαντώνη
"ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΑΠΟ ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
ΞΕΡΟΥΝ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ, ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗ.
ΑΥΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΑΠΟ ΜΑΣ.
ΑΣ ΤΟΥΣ ΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ,
ΤΑ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ."
(Τίμος Τιμοθέου, παιδίατρος.)
Τούτες τες μέρες των γιορτών, ούλλοι εν πιεσμένοι,
οι πιο πολλοί με στέρησην τζιαι καταχρεωμένοι.
οι πιο πολλοί με στέρησην τζιαι καταχρεωμένοι.
Να πω για τζιείνους που βουρούν δουλειές για να προκάμουν
τζιαι δεν κιάρουν μιαν στιγμήν διάλειμμαν να κάμουν.
τζιαι δεν κιάρουν μιαν στιγμήν διάλειμμαν να κάμουν.
Κάμνετε ότι κάμνετε για κέρτος ή για ζήση,
παρακαλείτε τον Θεόν εσάς να βοηθήσει.
παρακαλείτε τον Θεόν εσάς να βοηθήσει.
Ούλλα για σας νά 'ρτουν δεξιά, να μπει κάτι στην άκρη,
για τα παιδκιά σας στήριγμαν, να μέν τους τρέξει δάκρυ.
για τα παιδκιά σας στήριγμαν, να μέν τους τρέξει δάκρυ.
(Δ)έν τζι' αδικώ σας, μπράβο σας! Πολλά καλά καμνέτε!
Σταθείτε, όμως, μιαν στιγμήν τζιαι κάτι άλλον δέτε:
Σταθείτε, όμως, μιαν στιγμήν τζιαι κάτι άλλον δέτε:
Τα κοπελλούθκια τα μιτσιά π' 'όν γέννημαν του πόνου,
ρολόγια δεν θωρούν ποττέ τζιαι αλλαγές του χρόνου.
ρολόγια δεν θωρούν ποττέ τζιαι αλλαγές του χρόνου.
Ο νους τους εν πά' στο παιγνίν, καμώματα ζητούσιν,
ι-ζιούσιν μέσ' στον κόσμον τους τζιαι έννοιες δεν θωρούσιν.
ι-ζιούσιν μέσ' στον κόσμον τους τζιαι έννοιες δεν θωρούσιν.
Κάμετ' έναν διάλειμμαν, δώστε τους σημμασίαν,
ότ' εν' για σας ασήμαντον, για τούτα έσιει αξίαν.
ότ' εν' για σας ασήμαντον, για τούτα έσιει αξίαν.
Αγάπην, αφοσίωσην, φροντίδαν που καρκιάς σας,
δώστε τα τούτ' απλόσιερα, μ' όρεξην στα παιδκιά σας.
δώστε τα τούτ' απλόσιερα, μ' όρεξην στα παιδκιά σας.
Για την δικήν σας πιερωμήν, τζιείν' το χαμόγελόν τους
νικά γρουσάφιν τζι' αργυρόν τζιαι κάμνει σας αρκόντους.
νικά γρουσάφιν τζι' αργυρόν τζιαι κάμνει σας αρκόντους.
31 Δεκέμβρη, 2013
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)
**
του Ντίνου Κυπριανού
Θέλω να φκούν τα μάθκια μου
νε μέν θωρώ ομπρός μου
παρακαλώ τον πλάστην μου
να μέν έχω το φώς μου
έσιη που τον πόλεμον
που αγνοήτε ο γιός μου ..
θέλω να βρώ τον λούκκον του
ή όπου τον εθάψαν
επέψαν τον στον θάνατον
μα άλλα του ετάξαν ..
πού να σου άψω το τζιερίν
πού το καντήλιν γιέ μου
αν ακούς την μάνα σου
ξύπνα τζιαί πέ μου ...
Νάρτω να ππέσω δίπλα σου
να πνάσει το κορμί μου
θκιώ σου την καρκιάν μου γιόκκα μου
τζιαί την ψυσιή μου ..
***
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
της Κατερίνας Κωνσταντίνου Μάτσιου
Δεν θα πεθάνει ξανά
το κορίτσι με τα σπίρτα
θα το ζεσταίνει αιώνια η ηχώ της φωνής σου
Θα φτιάξω μια άλλη ιστορία που να ζει
με την αέναη φλόγα της καρδιάς μου
****
Κυπριακά Έθιμα του Δωδεκαημέρου
της Μαρούλλας Πανάγου
Δύο μέρες πρίν τα Χριστούγεννα γίνονταν δυο φουρνιές από τα ζυμώματα. Η μια ήταν οι κουμουλιές (Τα παξημάδια) κι η άλλη οι γεννόπιττες. Σησαμένα ψωμιά και κεντημένα από λουρίδες ζυμαριού που έπλαθαν οι νοικοκυρές (Όπως είπε και το κριθάρι μια φορά στο σιτάρι. Εμένα με τρών τα κτηνά μα εσέναν περιπαίζουν σσε οι γεναίτζιες ) Με το πλασμένο λοιπόν κουλουρωτό ζυμάρι έκαναν διάφορα σχέδια όπως αστέρια, λουλούδια , δενδράκια, κ,λ,π κι έπειτα τα βουτούσαν στο ασπρισμένο σισάμι που περιείχε μαυρόκοκκο και αρτησιά για να δίνει όμορφη μυρωδιά στα ψωμιά. Μετά ψαλίδιζαν γύρω - γύρω το ψωμί με το ψαλίδι που σχηματίζονταν δοντάκια. Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν και τους άρτους ή το πεντάρτι όπως λεγόταν όταν θα έκαναν γιορτή σε κάποιο άγιο……
Οι κουμουλιές ή τα παξιμάδια γίνονταν με ξεχωριστό ζυμάρι .Πρόσθεταν μαστίχα μαχλέπι ζάχαρι και ρίζιαζαν το αλεύρι με λάδι . Έπειτα μπορεί να το ζύμωναν και με γάλα κ.λ.π. Όταν φούσκωνε το ζυμάρι που ήταν μαρουλλάτο (Οχι πολύ σκληρό ) το έπλαθαν σε κουλούρι το δίπλωναν σε ζικ-ζακ και έκοβαν το κάθε δίπλωμα που σχημάτιζε μύτη. .Μετά στο σησάμι και τα άφηναν να φουσκώσει και πάλι μέχρι να ξαναπυρώσει ο φούρνος . Σε μια ώρα έτοιμα μοσχομυριστά τα έσπαζαν εκεί που ήταν το δίπλωμα και τα έριχναν πίσω στον φούρνο για να ποξιμαδκιαστουν (Να ξεραθούν)
Την επομένη, παραμονή Χριστούγεννα αρχίζουν να ανάβουν τα Χαρτζιά*(Χάλκινα καζάνια) για να χογλάσει το νερό.
Δυο -τρεις άνδρες κάνουν το χρέος του χασάπη και σε λίγο οι στράτες του χωριού ολοκόκκινες από το αίμα των χοίρων.
Ο σφαγμένος χοίρος τοποθετείται στην βουκάνη* (Η σανίδα που τραβούσαν τα βόδια για το αλώνισμα)που έχει στερεωθεί πάνω σε δυο κοφίνια, κι αρχίζουν το καθάρισμα.
Λούζουν τον χοίρο με το χογλαστό νερό κι αρχίζουν να ξύνουν την πέτσα του, μέχρι να καθαρίσει. Ακολουθεί το ξηντέρισμα και το μαγείρεμα του συκωτιού (Του βλαντζιού) κι εμείς πιτσιρίκια να περιμένουμε πως και πώς, την φούσκα. Πού ήταν ένα είδος ψυχαγωγίας με τα πενιχρά οικονομικά που διάθετε τότε ο περισσότερος κόσμος
Με την βοήθεια της στετές* (Γιαγιάς)την καθαρίζαμε κι έπειτα με ένα ψιντρό καλάμι σαν μασούρι την φουσκώναμε. Μέχρι που γινόταν ένα πελώριο μπαλόνι. Την δέναμε και για ολόκληρη την μέρα ήταν το καινούργιο μας παιγνίδι.
Και τότε άρχιζε ο ρόλος και πάλι των νοικοκυρών να ετοιμάσουν τα κρέατα. Όπως τα σαρτσιερά,(Παστά ) το λαρδί και να κοπούν τα τσιρίντζια για τα λουκάνικα .
Τα σαρτσιερά όπως και οι τερτσιήες ήταν το ψαχνό κρέας και τα παγίδια, που τα αλάτιζαν και τα άφηναν όλο το βράδυ να φύγουν τα υγρά. Έπειτα, ο κουπανισμενος κόλιαντρος κανελλογαρύφαλλο και πιπέρι τα σκέπαζαν όπως και τα ψαρούδια που ήταν το φιλέτο και τα κρέμμαζαν στον ήλιο να στεγνώσουν ή στην νησκιά (το τζάκι) για να καπνιστούν. Το λαρδί το αλάτιζαν με χοντρό αλάτι μόνο και το κρεμούσαν από την στέγη ή στον στύλλο που στίριζε την νεφκά.(Η ξύλινη δοκός που κρατούσε την στέγη) για να ξεραθεί και έπαιρνε κάπου σαράντα ημέρες. Με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να το δει ο ήλιος αλλιώς έπαιρνε ταγκή γεύση .
Ακολουθούσε μετά το κόψιμο για τα τσιρίντζια (μικροκομμένα κομμάτια από κρέας και λίπος και που χρειαζόσουν αρκετά ακονισμένα μαχαίρια μέχρι να τελειώσεις . Τα τοποθετούσαν στο σκαφίδι τα αλάτιζαν, πάλι με χονδρό αλάτι και για μια βδομάδα τα έβαζαν στο στερκό (ξηρό ) κρασί . Μετά την τελευταία μέρα πρόσθεταν τον σχοίνο τα μπαχαρικά και τα περνούσαν στα καθαρισμένα άντερα. Τα άντερα για μια βδομάδα βαρμένα σε χυμό από κοιτρόμηλο(Νεράντζι) μοσχομύριζαν. Η γιαγιά έφτιαχνε τότε το φιριλλούιν που ήταν ένας κύκλος από φρέσκο κλαδί ελιάς που έδενε την άκρη από το άντερο και περνούσε μέσα το κρέας. Αλλιώς χρησιμοποιούσε το χερούλι ψαλιδιού.
Σαν τέλειωναν τα περνούσαν σε σκουπόξυλα για να ξεραθούν Πριν όμως έβαζαν σε όλα ένα κλαδάκι ελιάς για να μην τα μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι (σκαλαπούνταροι) που έφταναν για το δωδεκάμερο .
Έφταναν την παραμονή των Χριστουγέννων, μα πρώτα ο κουτσός που ξεκινούσε πρώτος διότι τον έπαιρνε πιο πολύ χρόνο, η διαδρομή από τα έγκατα της γης για να φθάσει την επιφάνεια, κι έπειτα ακολουθούσαν οι άλλοι.
Μετά οι γυναίκες έλειωναν το λίπος που έμπαινε σε αποστυρωμένες γυάλλες και που με αυτό μαγείρευαν το φαγητό που γινόταν πεντανόστιμο. Καμιά φορά αν δεν υπήρχε φαγητό, για μεσημεριανό εμείς τα πιτσιρίκια αλείβαμε την φέτα το ψωμί με το λίπος κι από πάνω πασπαλισμένο με ζάχαρη κι έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα για την έλλειψη φαγητού .
Μετά το λίπος, έπρεπε να γίνει η ζαλατίνα (Πηκτή) κι έπαιρνε το όνομα από τον ζελέ που σχηματιζόταν. Γινόταν από τα αυτιά, τα ποδαράκια, το κεφάλι και ψαχνό. Το έβραζαν σε σιγανή φωτιά με φλούδα πορτοκαλιού, καφτερή πιπεριά ολόκληρο πιπέρι και άλλα μπαχαρικά. Κι όταν ψηνόταν το κρέας κι έβγαινε από το κόκκαλο, η γιαγιά το περιέχυνε με χυμό από τα κυτρομηλα, το έβαζε σε πήλινα τσουκάλια και το σκέπαζε με το ζουμί Έβαζε και το καθιερωμένο κλαδί της ελιάς κι ένα κλαδάκι δενδρολίβανο . Όταν κρύωνε έβλεπες ότι ήταν σκεπασμένο με λίπος που το προφύλαγε να μην χαλάσει και μπορούσε να αντέξει μέχρι και 40 ημέρες .
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς η μάνα θα έφτιαχνε την βασιλόπιττα όπου μέσα θα έμπαινε το χρυσό φλουρί που δεν ήταν άλλο από μισό ή ένα σελίνι κι όποιος ήταν τυχερός και το κέρδιζε πόση χαρά ένοιωθε. Ένα ολόκληρο σελίνι ήταν τούτο και ξέρετε πόσα καλούδια μπορούσες να αγοράσεις ; Μπορούσες με ένα γρόσι να πάρεις 4 καραμέλες με δυο γρόσια μια μέτρια σοκολάτα ή μια τύχη που ποιός ξέρει αν δεν είχε και το τυχερό χαρτάκι για το καραβάκι που ήταν το έπαθλο αν ήσουν ο τυχερός .
Το βράδυ της παραμονής από νωρίς η μάνα θα έφερνε τα ελαιόκλαδα που μαζί τους παίζαμε τον αϊ Βασίλη. Ένα έθιμο που ήρθε από το βυζάντιο και λεγόταν πυρομαντία και παιζόταν ως εξής .
Κόβαμε το φύλλο και λέγαμε
Αϊ Βασίλη βασιλιά
που' σαι πάνω στην ελιά
που πήες πέρα των περών
τζι είδες τες τύχες των τυχών
είδες τζι εμεν την τύχη μου
αν μ' αγαπά ο τάδε
Αν μ' αγαπά να παίξεις να γυρίσεις
τζιαι τον νούρον σου να σείσεις
αν μεν μ' αγαπά με να παίξεις με να γυρίσεις
με τον νούρον σου να σείσεις
τζιαι να καείς .
Αν το φύλλο χοροπηδούσε τότε σήμαινε ότι το ονοματισμένο πρόσωπο σε αγαπούσε, κι αν όχι τότε δεν τον ενδιέφερες καθόλου .
Έπειτα από τα κλαδάκια της ελιάς θα έβαζε όπως ανέφερα και πιο πάνω σε όλα τα χοιρινά τα λουκάνικα, τα σαρτσιερα(Τα ψαχνά ) και το λαρδί για να μην τους κατουρήσει ο Αϊ Βασίλης όταν θα κατέβαινε από τον καπνοδόχο.
Μετά η νοικοκυρά θα έβαζε το καλύτερο τραπεζομάντηλο και θα έστρωνε το τραπέζι για να τον καλωσορίσουν. Επάνω θα έβαζε το κολότζιην(την κολοκύθα) με το κρασί, τηγανισμένα λουκάνικα και άλλα καλούδια. Επίσης μια κούπα από σιτάρι λάδι και το κρασί, όπως και το πουγκί του νοικοκύρη για να τα ευλογήσει ο άγιος να έχουν καλοχρονιά και το πουγκί να είναι ολόχρονα γεμάτο με ριάλια (χρήματα). Εκείνο το σιτάρι(τον Βασίλη όπως το έλεγαν) το φύτευαν σε μια γλαστρουλα ρηχή και την μέρα του αγίου Αντωνίου το έπαιρναν και το φύτευαν στο χωράφι για να έχει πλούσια σοδειά
Επίσης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι ρεσπέρηδες (γεωργοί) έψηναν κόλλυφα και τα ανακάτευαν μαζί με το ροάσηιερο, Τα άχυρο από ρόβι όπου το έδιναν στα βόδια τους για να φάνε, τόσο για να ευλογηθούν, όσο και για να δείξουν τον μεγάλο τους σεβασμό για την προσφορά των ζωντανών. Την ώρα που τους το έδιναν, έλεγαν στα βόδια, "φάτε τζι΄ εν που τους κόπους σας", Την ίδια στιγμή πίστευαν ότι και τα ίδια τα βόδια μιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν;" Φάτε να φάμεν, τζ΄ εν που τους κόπους μας". Όμως ο διάλογος μεταξύ των βοδιών αυτών ήταν δυνατός μόνο εάν τα βόδια ήσαν αδέλφια, ή είχαν το ίδιο χρώμα ή την ίδια ηλικία. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές των διαλόγων, όσο και αυτών που λένε οι γεωργοί. Σε μερικά χωριά το ίδιο βράδυ άναβαν κεριά πάνω στα κέρατα των βοδιών. Σε άλλα χωριά το "κοόυσιησμαν"με κόλλυφα γινόταν και το Σάββατο μετά το Καλόν Λόον, και σε κάποια άλλα γινόταν και την Παραμονή των Φώτων. Σε μερικά χωριά, την αυγή της πρωτοχρονιάς έβαζαν τα βόδια και μέσα στο σπίτι για να έρτει η ευλογία- ευλογία, και το βόδι το ιεωρούσαν ιερό και ευλογημένο ζώο. Όταν το βόδι βέλαζε λέγαν αν υπήρχε και το να στην φωνή του σίγουρα θα έλεγε μανά
Βεαια σε πολλά σπίτια οι πάχνες των βοδιών αποτελούσαν τμήμα του σπιτιού και πίσω από τις πάχνες βρισκόταν τα ασιερονάρι.
Τα βράδια των δωδεκάμερων δεν έπρεπε να βγαίνεις βράδυ έξω, πάντα να είχες σταυρό στον λαιμό σου, για να μήν είχες κακό συναπάντημα με τους καλικάντζαρους. Αν είχες την κακοτυχία να τους συναπαντούσες τους έβλεπες λαμπροντυμένους σαν βασιλιάδες και σε έπαιρναν μαζί τους για γλέντι έξω στα χωράφια. Εκεί έπιναν σε χρυσοπότηρα και πιάτα χρυσαφένια, σε μεθούσαν (υποτίθεται με γλυκό κρασί). Κι όταν ξυπνούσες το πρωί βρισκόσουν σε μια κοπριά αντι για τα παλάτια που είχες δει κι όσο για το κρασι ήταν από κατούρημα γαϊδάρου και τα χρυσά σκεύη ήταν τα νύχια του γάιδαρου. Έτσι χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Όταν σου πρόσφεραν το κρασί και σε παρακινούσαν να πιείς θα τους έλεγες: Μα πόθεν να πιώ ,ποδά ωξά ποδά (Απ'εδώ ή απ'εδώ) και θα έκανες το σημείο του σταυρού. Τότε θα γίνονταν καπνός κι εσύ θα δόξαζες τον Θεό που γλύτωσες από τα κόλπα των πονηρών καλικάντζαρων που δεν ήταν τίποτε παραπάνω από κουτοπόνηρα διαβολάκια.
Άλλο έθιμο που μας ήρθε πολύ αργότερα ήταν και το στόλισμα του δέντρου
Ο πατέρας το κουβαλούσε (κι αν δεν υπήρχε ο πατέρας έπεφτε και τούτη η δουλειά στην μητέρα, που με τον σβανά (πριόνι, έκοβε ένα κλωνάρι από πεύκο και το βάζαμε στον αρχαίο μας κούζο (κάτι σαν πήλινος αμφορέας που ήταν προίκα από τον προ-προ- προ παππού μας και παλιά τον χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση του λαδιού).
Τούτο το καθήκον ήταν για μας τα παιδιά και το στολίζαμε με χρωματιστά μπαλόνια, κουρελάκια και βαμβάκι. Τα κουρελάκια, μας τα προμήθευε η μοδίστρα του χωριού με αποκόμματα από τα υφάσματα
Όταν τελειώναμε φτιάχναμε και το ασημένιο αστέρι στην κορυφή. Όσο για τα δώρα αν υπήρχαν τα παίρναμε την πρωτοχρονιά για να είμαστε τυχεροί ολόχρονα
Την μέρα της πρωτοχρονιάς μας έλεγαν να μην θυμώνουμε, να μην κλαίμε και να μην τσακωνόμαστε διότι ότι έκανες κείνη την μέρα, θα το έκανες όλο τον χρόνο .
Πρωί - πρωί φορούσαμε τα καλά μας, που ήταν άπανα (αφόρετα ακόμα και πηγαίναμε όλο το χωριό στην εκκλησία).
Μα ανυπόμονοι εμείς τα πιτσιρίκια και πριν να τελειώσει η λειτουργία θα τρέχαμε στον παππού, την γιαγιά, τον πατέρα , την μάνα και την νουνά μας. Θα απαγγελλαμε το:
«Καλημερα τζιαι τα φώτα
τζιαι την πλουμηστήραν πρωτα»
Αυτό λόγω του ότι τα παλιά χρόνια, η πρωτοχρονιά ήταν την ημέρα των φώτων
και η πλουμηστήρα ήταν το δώρο μας(μπορεί και μερικά γρόσια) κάτι που δεν γινότανε την κάθε μέρα ) όμως σήμερα έπρεπε, για να είμαστε τυχεροί όλο τον χρόνο.
Πλουμί λεγόταν και το κέντημα κι όταν λέγαμε στον παππού για την πλουμηστήρα, μας έλεγε χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του. “Ατε πέτε της στετές σας (Γιαγιά σας )να σας δώκει το βελόνι να σας πλουμίσω .
Όχι παππού πλουμιστήρα θέλουμεν οχι πλουμιά κι έτσι με τα παρακάλια έβαζε το χέρι στην ζώστρα όπου κρυβόταν το δερμάτινο τσεντί(Πορτοφόλι)και μας έδινε την πλουμηστήρα μας, όπου σε λίγο κατέληγε στο συρτάρι του καφετζιή.
Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές θα έφτιαχναν τα ξεροτήγανα , (τους λοκμάδες), Όπου θα τους έριχναν στην σκεπή για να πολογιάσουν τους καλικάντζαρους. Επίσης μερικά τεράτσια λουκάνικα και σαν τα έριχναν έλεγαν:
Τιτσίν -τιτσίν λουκάνικο
μασιαίριν μαυρομάνικο
κομμάτιν ξεροτήανο,
να φαν η καλικάντζιαροι
να παν εις στην δουλειάν τους
Αν τα έτρωγαν οι γάτες ή οι καλικάντζαροι ακόμα αναρωτιόμαστε διότι την άλλη μέρα εξαφανίζονταν, αλλά πού να τολμήσουμε να πούμε τις απορίες μας που οι μεγάλοι ήξεραν πιο πολλά από μας και τους μεγάλους έπρεπε να τους σεβόμαστε. Όσο για την δουλειά των καλικαντζάρων όταν θα εξαφανίζονταν πριν αγιαστούν τα νερά, ήταν να αρχίσουν να πριονίζουν και πάλι το δένδρο που κρατούσε την γη και που το είχαν παρατήσει για τα δωδεκάμερα.
Μέχρι να ξαναγυρίσουν, η πληγή του πριονισμένου δένδρου, έδενε κι έπρεπε να ξαναρχίσουν, μέχρι τα επόμενα δωδεκάμερα.
Η παραμονή των φωτών είναι νηστήσιμη διότι ο κόσμος θα έπινε το δρόσος (το αγιασμένο νερό ) που το έπαιρναν σε μπουκάλια και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι τα ζώα, αλλά και τα σπαρτά για να έχουν ευλογία και καλοχρονιά.
Την ημέρα των φώτων έστρωναν το τραπέζι με ζαλατήνα, τηγανισμένα λουκάνικα, και έβαζαν την πισσωμένη κολοκύθα με το σπιτίσιο γλυκό κρασί ή ζηβανία και τα μικρά ποτηράκια του κρασιού. Το σπίτι πεντακάθαρο και μετά την λειτουργία περίμεναν τον παπά με την συνοδεία του, που αποτελείτο από τους επιτρόπους της εκκλησίας και το παιδί που κρατούσε το κουβαδάκι με τον αγιασμό . Ο Ιερέας κρατούσε ένα μάτσο από ψιντρό βασιλικό και στο άλλο χέρι τον θυμιατό και άγιαζε το σπίτι και τους νοικοκυραίους όπου φιλούσαν τον σταυρό ,ενώ οι επιτρόποι ετοίμαζαν την απόδειξη για την πληρωμή όπου όλοι
έπρεπε να πληρώνουν τα δικαιώματα της εκκλησίας και με τα χρήματα θα πληρωνόταν ο ιερέας το μηνιάτικό του για ολόκληρο το χρόνο.
Κι αυτί ήταν και το τέλος για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές
*****
Χριστουγεννιάτικο μήνυμα
Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου
Θέλω να σου μιλήσω με το φτωχό λεξιλόγιο της καρδιάς, πριν την περιτυλίξεις στο γυαλιστό χαρτί της γνώσης, πριν τη ρυθμίσεις στα ασφυκτικά ωράρια. Βλέπεις η γνώση δεν αρκεί από μόνη της εκεί που περισσεύει ο πόνος. Κι η ζωή δεν λογαριάζει πενθήμερα και αργίες.
Θέλω να σου πω γι αυτούς που πρόδωσε η χαρά, για τα χαμόγελα τα παιδικά, που ανοίγουνε στον ήλιο και μαραίνονται, πριν την πρώτη ψευδή καλημέρα.
Τα γνώρισες από κοντά αυτά τα σενάρια που γράφονται σ’ ανύποπτους χρόνους, μακριά από φώτα και γιορτές, σε δρόμους που δεν έχουν σημάνσεις, εκεί που δε φτάνουν ποτέ τα φορτωμένα έλκηθρα τ’ Αι Βασίλη. Μόνο ο απόηχος μιας χορωδίας Χριστουγέννων, < καλήν εσπέραν άρχοντες…… να πω στ’ αρχοντικό σας >. Μα αυτοί δεν είναι άρχοντες, δεν έχουν αρχοντικά και το τραγούδι δε γράφτηκε γι αυτούς.
Όμως αξίζει να θυμάσαι κάθε φορά που βλέπεις τα καλύβια τους, πως ο Χριστός γεννήθηκε στη φάτνη τους, κοιμήθηκε στη στρώση τους και φόρεσε για ρούχο του ,το δικό τους κουρέλι.
Θέλω να σου μιλήσω με το φτωχό λεξιλόγιο της καρδιάς, έξω από τις εύηχες λέξεις και τα κοσμητικά επίθετα, υποκείμενα, ρήματα, αντικείμενα, στεγνά, χωρίς τους στόνους των αργόσχολων ποιητών, χωρίς φινέτσα κι ομορφιά, κι ας περιμένεις, μέρες που είναι, κάτι ωραίο κι αρχοντικό.
Χριστούγεννα ξανά, για τους πολλούς χωρίς στολίδια κι ακριβές περιβολές. Άνθρωποι μόνοι. Άνεργοι που αναζητούν την αξιοπρέπεια τους. Πρόσφυγες που πλέουν μακριά από τη φρίκη των πολέμων, αποζητώντας μια γωνιά στην όπου γης, να ξαποστάσουν. Παιδιά που δεν έχουν παιγνίδι. Άδειες ψυχές. Πρόχειρα καταλύματα, κρύα σπίτια. Φώτα σβηστά. Το φαγητό που είναι λιγοστό. Το ρούχο που είναι φθαρμένο. Άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια. Άνθρωποι που ξεπουλάνε την ταυτότητα τους σε τιμές ευκαιρίας: εδώ αγοράζονται χρυσαφικά, εκεί αγοράζονται αντικείμενα. Κι όμως παντού αγοράζονται ψυχές, κυρίως ψυχές..
Θα σου μιλήσω με το φτωχό λεξιλόγιο της καρδιάς, δεν έμεινε πια άλλη γλώσσα να μιλάμε. Και θα σου πω για τα φεγγάρια που ξεθώριασαν, για κείνο το μοναδικό αστέρι που τρεμοσβήνει ακόμα στον ουρανό. Για τους μάγους, που δεν κουβαλάνε πια σμύρνα και χρυσό. Για τους βοσκούς, που κρύφτηκαν μες τις προβιές τους και τους αγγέλους, που παραστέκουν αμήχανοι και σιωπηλοί.
Για όλες εκείνες τις ψυχές, που δεν τις φτάνουν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ούτε κι οι χορωδίες, ούτε κι οι μπάντες των δήμων. Μόνο τα χέρια, τ’ ανθρώπινα χέρια, όσο μπορούν ν’ απλώνονται, όσο μπορούν να στέργουν, να χαϊδεύουν, όσο μπορούνε, πάνω απ’ όλα, ν’αγαπάνε.
******
Χριστός, Χριστός γεννάται
Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου
Άσπιλο χιόνι
Της γης κεφάλι κάτασπρο όπως πλακώνει
Στα βουνά τριγύρω, τις κορφές
Και τις ανθρώπινες καρδιές
Όπως παγώνει
Τότε και τώρα
Την κάθε ώρα
Ένας μικρός Χριστός γεννιέται
Χωρίς καμπάνες γιορτινές
Και σε σπηλιές ανήλιαγες ξεχνιέται
Και κρυώνει.
Άστρο λαμπρό
Μάτι της νύχτας άγρυπνο
Που ακόμα σημαδεύεις της γης τους τόπους
Τις αναρίθμητες σπηλιές με τους ανθρώπους
Τι να μας γνέφεις
Τι να λες
Για ποια παιδιά
Για ποιες ρομφαίες και πολέμους
Ποιες μελωδίες
Ή κραυγές να ξαγρυπνάς;
Παιδί του ανθρώπου του θνητού
Παιδί της εξορίας, των ερήμων
Της τρύπιας στέγης, του καταυλισμού
Των απροσμέτρητων βασάνων και των θρήνων
Ξαναγυρνάς με πληγιασμένο πόδι
Να μας ρωτάς μέσα από φάτνες τωρινές
Για τις ασίγαστες κλαγγές
Στα ξίφη των τυράννων του Ηρώδη.
Παιδί γεννάται
Σ’ ένα κόσμο από γυαλί
Απλώνει χέρια σαν καρφιά που σε τρυπάνε
Έχει για μάτια κάρβουνα καυτά
Και στο κεφάλι του αγκάθια που πονάνε
Και στο κορμάκι το μικρό φορεί
Υγρή πορφύρα για πανί
Χριστός, Χριστός γεννάται!
*******
Χριστούγεννα με την Άννη της καρδιάς
της Παυλίνας Στυλιανού
Γεια σας με λένε Ιωάννα, Ιωάννα της καρδιάς, απλά κι ωραία χωρίς επίθετο. Nαι, χωρίς επίθετο, ε και; Σας φαίνεται παράξενο έτσι; Δεν έχω μπαμπά αλλά έχω πολλές μαμάδες. Όταν λέω πολλές μαμάδες μην φανταστείτε και αμέτρητες. Τρεις όλες κι όλες. Η αδελφή Μαρία, η αδελφή Αντιγόνη και η αδελφή Ισμήνη.
Το σπίτι μου είναι τεράστιο με πολλά δωμάτια για να χωρέσουν μέσα όλα μου τα αδελφάκια μικρά και μεγάλα. Το κακό είναι πως αυτά τα αδελφάκια αραιά και που μου τα παίρνουν. Τα δίνουνε σ’ άλλες οικογένειες κι έτσι μ’ αυτό τον τρόπο από τρεις μαμάδες αποκτάνε ένα μπαμπά και μία μαμά. Κάθε φορά που φεύγει κι ένα παιδί κάθομαι σ’ ένα μεγάλο δέντρο και του φωνάζω δυνατά μέχρι το αυτοκίνητο χαθεί από μπροστά μου.
«Να ξανάρθεις, μην με ξεχάσεις. Να μου γράφεις!!»
Μόνο που κανένα από αυτά τα παιδιά δεν γύρισε πίσω. Είμαι σίγουρη πως ήθελε να ξεχάσει. Γιατί όμως αφού περνούσαμε ωραία θυμάμαι. Όταν άλλαζαν οι εποχές άλλαζε όψη και το σπιτικό μας. Όπως και εκείνα τα Χριστούγεννα του ’90. Ήταν τα Χριστούγεννα που ο μικρός πόνος στη καρδιά μου δεν λέει να μ’ αφήσει ακόμη μέχρι και σήμερα αν και έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Είμαι σίγουρη πως μέχρι και ο Αϊ Βασίλης είχε κλάψει τότε.
Όλα ξεκίνησαν όταν η αδελφή Μαρία έλαβε ένα μήνυμα με την φράση «Όλα είναι έτοιμα. Τα χαρτιά της υιοθεσίας τα έχομε στα χέρια μας, ερχόμαστε στις 25 του μήνα να πάρομε την Άννη. Να της πείτε να έχει έτοιμη την βαλίτσα της».
«25 του μήνα! Αδύνατον!! 25 του μήνα είναι Χριστούγεννα. Πως θα πούμε της Ιωάννας πως την μέρα των Χριστουγέννων η Άννη πρέπει να φύγει».
«Να μην πούμε τίποτα αδελφή Μαρία. Εμείς απλά το μόνο που έχομε να κάνομε είναι να ειδοποιήσομε την Άννη να είναι έτοιμη».
«Δεν είναι σωστό αδελφή. Αν αφήσομε την Ιωάννα στην άγνοια της ίσως να είναι χειρότερα τα πράγματα όταν έρθει εκείνη η στιγμή».
«Άφησε τες χαρούνε τις προετοιμασίες των Χριστουγέννων όπως κάθε χρόνο και στην Άννη το λέμε την τελευταία στιγμή. Δεν υπάρχει λόγος δέκα μόνο μέρες πριν να τις αναστατώσουμε», επενέβηκε η αδελφή Ισμήνη μ’ ένα πρόσωπο που αν δεν ήσουν στην θέση της δεν θα μπορούσες να νιώσεις τον πόνο της.
Όπως και η Ιωάννα έτσι και η Ισμήνη είχε την αδυναμία της στην Άννη. Δεν το έδειξε ποτέ της όμως. Δεν επιτρεπόταν. Αν ήταν παντρεμένη σίγουρα θα υιοθετούσε το κορίτσι. Δυστυχώς όμως η Ισμήνη δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έτσι αφιέρωσε όλη της τη ζωή σ’ αυτό το ορφανοτροφείο. Όλα αυτά τα παιδιά τα είχε σαν παιδιά της και κάθε φορά που έφευγε ένα από αυτά σπάραζε η ψυχή της. Τώρα ήρθε η σειρά και της Άννης.
Μπορεί οι μαμάδες μου να μην ήθελαν να μου πουν τίποτα σχετικά μ’ αυτό δεν θα πει όμως πως εγώ δεν ήμουν σε θέση να το μάθω. Αφού το μεγαλύτερο μου ελάττωμα ήταν να κρυφακούω πίσω από τις πόρτες κάθε φορά που είχαν κάτι να πουν και μετά να τρέχω να το ανακοινώνω σ’ όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό με έκανε ηρωίδα στα μάτια τους. Έτσι δηλαδή το έβλεπα εγώ. Η Άννη όμως το έλεγε αδιακρισία και πως μια μέρα θα τιμωρηθώ πολύ γι’ αυτό. Μόνο που δεν ήξερα για πια τιμωρία μιλούσε. Δεν μου εξήγησε. Γιατί αν μου εξηγούσε σίγουρα δεν θα κρυφάκουγα πίσω από την πόρτα εκείνη τη μέρα και έτσι όλες οι υπόλοιπες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα δεν θα ήταν τόσο δυστυχισμένες.
Γύρισα στο δωμάτιο μας χωρίς καν να μιλήσω σε κανένα από τα παιδιά που βρήκα στον διάδρομο. Παρόλο που με ρωτούσανε «Έλα Ιωάννα πες μας τι άκουσες», «Θέλω να μάθω και εγώ Ιωάννα λέγε», «Αφού θα μας πεις, ε πού πας;» Εγώ μουγκάθηκα ξαφνικά και με γοργά βήματα βρέθηκα στο δωμάτιο.
Η Άννη με περίμενε.
«Για λέγε τι άκουσες πάλι!» γεμάτη χαμόγελο περίμενε να της διηγηθώ τις γκριμάτσες που έκανε η κάθε μια από τις μαμάδες μου.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν μίλησα. Ορκίστηκα να μην μιλήσω. Απλά την κοιτούσα και αναρτιόμουνα τι ακριβώς ήξερε γι’ αυτή την υιοθεσία και πότε θα μου το έλεγε. Είχαμε ορκιστεί και οι δυο πως θα μέναμε μαζί εδώ σ’ αυτό το σπίτι και όταν θα μεγαλώναμε θα γινόμασταν η αδελφή Άννη και η αδελφή Ιωάννα με τα πολλά παιδιά. Η Άννη όμως με ξεγέλασε φεύγει και τώρα…
Όσο και να με πίεσε δεν μίλησα καθόλου. Εκείνο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη να την κοιτάζω και αναρωτιόμουν πια θα ήταν η νέα μου αδελφή που θα μοιραζόμουν το δωμάτιο και την καρδιά μου μαζί της. Δεν ήξερα αν ήθελα άλλη ή αν ήθελα να έμενα μόνη. Οι μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα σαν το νερό. Στολίσαμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, φτιάξαμε το Χριστουγεννιάτικο γλυκό, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες. Το σπίτι μύρισε γιορτινά, ζεστάθηκε με το τζάκι και με τα γέλια των παιδιών. Μόνο στην δική μου καρδιά επικρατούσε ακόμη η παγωνιά.
Ξημέρωσε επιτέλους Χριστούγεννα για όλους εκτός από εμένα. Εγώ απλά ευχόμουν όλες εκείνες τις μέρες να γινότανε κάτι και ο χρόνος να έσπαγε το πόδι του. Να μην μπορούσε να διασχίσει ανάμεσα στις ώρες για να αλλάξει τις ημερομηνίες του μεγάλου ημερολογίου που βρισκόταν στον τοίχο. Τίποτα δεν έκανε. Ούτε μια προσπάθεια, το αντίθετο. Περπάτησε γοργά, γοργά λες και βιαζότανε.
Το πρωινό μετά την εκκλησία είχε περάσει ήρεμα λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Το μεσημέρι φάγαμε την μεγάλη γαλοπούλα που έψησε η μαμά Ισμήνη και φάγαμε από τα γλυκά της μαμάς Αντιγόνης. Η μαμά Μαρία μας διάβαζε Χριστουγεννιάτικες ιστορίες δίπλα στο τζάκι. Έξω χιόνιζε και εγώ παρακαλούσα το αυτοκίνητο που θα ερχότανε για την Άννη να βούλιαζε μέσα στο χιόνι ή να έμενε από λάστιχο. Τις σκέψεις μου, μου τις χάλασε η Άννη με μια βαλίτσα στο χέρι.
«Ιωάννα έχω να σου πω ένα μεγάλο μυστικό».
Γύρισα και την κοίταξα με μάτια κλαμένα και χωρίς δεύτερη κουβέντα εξαφανίστηκα στο δωμάτιο μου. Ήξερε, ήξερε και δεν μίλησε. Δεν μπήκε στον κόπο να με ακολουθήσει. Αποχαιρέτησε όλα τα παιδιά ένα προς ένα και με δάκρυα στα μάτια έδωσε το γράμμα που είχε γράψει για μένα στην μαμά Ισμήνη.
«Πες της να μην μου κρατήσει κακία. Πάντα ήθελα μια οικογένεια διαφορετική από την δική μας. Πάντα ήθελα ένα μπαμπά».
«Το ξέρω κοριτσάκι μου, να πας στο καλό και για ό,τι χρειαστείς εμείς είμαστε εδώ. Η πόρτα μας θα είναι πάντα ανοικτή για σένα».
Η Άννη άνοιξε την μεγάλη πόρτα. Την είδα να γυρίζει με μάτια γεμάτα δάκρυα και να μου στέλνει φιλί από μακριά. Δεν άντεξα και έτρεξα στην αγκαλιά της.
«Θα γίνεις λοιπόν και εσύ η Άννη της καρδιάς. Μην με ξεχάσεις να ξανάρθεις μ’ ακούς, να ξανάρθεις».
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια η Άννη εξαφανίστηκε δεν έγραψε, δεν πήρε τηλέφωνο. Δεν την έψαξα μιας και η μαμά Ισμήνη μου είπε πως ζει ευτυχισμένη και θα ήταν καλύτερα να μην της αναστατώνουμε την καινούργια της ζωή. Το σεβάστηκα με πόνο καρδιάς. Αν και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε ένα ζευγάρι που ήθελε να με πάρει στο σπίτι τους αρνήθηκα. Ήθελα να μείνω εδώ για την μαμά Ισμήνη και για την Άννη. Πάντα βαθιά μέσα μου πίστευα πως η Άννη θα γυρνούσε έστω και για καλημέρα.
Είκοσι χρόνια αργότερα η ΄Αννη βρέθηκε στο κατώφλι του μεγάλου σπιτιού. Ήταν Χριστούγεννα. Την ίδια ώρα που είχε φύγει κάποτε, την ίδια ώρα η Άννη μου, κτύπησε την πόρτα μας. Αλλάξαμε και οι δυό μας αρκετά από τότε. Εγώ έγινα υπεύθυνη του μεγάλου σπιτιού. Η μαμά Μαρία με την μαμά Αντιγόνη μας άφησαν για το μεγάλο τους ταξίδι και η μαμά Ισμήνη έγινε η γιαγιά των παιδιών μου. Κράτησα το μεγάλο σπίτι με τα παιδιά σε μια προσπάθεια μου να κρατηθώ από αυτά αλλά και για να μπορέσει να με ξαναβρεί η ΄Αννη.
Εκείνα τα Χριστούγεννα όπως και κάθε Χριστούγεννα από τότε η Άννη σαν καλή νονά και νεράιδα ερχόταν γεμάτη δώρα για μένα, για την γιαγιά Ισμήνη και για τα παιδιά. Ήταν ο δικός μας Αϊ Βασίλης.
Τα Χριστούγεννα μου ομόρφυναν με την παρουσία της Άννης στην ζωή μου ξανά.
********
ΓΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
της Μαρίνας Τακκίδη
Ετω ηρτα τα γριστουγεννα
Τζιε εν να γυρίσει ο χρόνος
Τζιε παλε εμείς εμηναμε
Με τον δικό μας πόνο
Γριστουγεννα πουνε χαρά
Σ’ ολόκληρο τον κόσμο
Τζιε παλε εμείς μυνησκουμε
Με τον πικρό μας πόνο
Μακρά από τα σπιδκια μας
Μακρά που τα χωρκα μας
Τζιε να βαθηνη πιο βαθκια
Ο πόνος στη καρδκια μας
Γριστουγεννα στην εκκλησιά
Να τρέξουμε με ορπιδα
Γιατί γεννιέται ο γριστος
Να πιάσουμε ευλογία
Τούτη ημέρα εν χαρά
Ευλογία παντού τζιε αγάπη
Ουλλα γιορτάζουν τζιε ξεγνου
Το μίσος γένετε αγάπη
Μακρά που τα χωρκα μας
Τζιε να βαθηνη πιο βαθκια
Ο πόνος στη καρδκια μας
Γριστουγεννα στην εκκλησιά
Να τρέξουμε με ορπιδα
Γιατί γεννιέται ο γριστος
Να πιάσουμε ευλογία
Τούτη ημέρα εν χαρά
Ευλογία παντού τζιε αγάπη
Ουλλα γιορτάζουν τζιε ξεγνου
Το μίσος γένετε αγάπη
*********
Το δέντρο
Του Ανδρέα Τιμοθέου
Το δέντρο σου δεν στόλισα
τούτα τα Χριστούγεννα.
Τα στολίδια απ’ το Έσσεξ
και τους κόσμους που με ταξίδευες,
κλαίνε μονάχα στην αποθήκη
παρέα με το σκόρο.
Μα προνοώ ακόμα
για τα λουλούδια της αυλής
και τα υπάρχοντά σου.
Προνοώ και το καντήλι σου,
πάντα μετά τη βροχή.
Υπόσχομαι να προλαβαίνω.
**********
Τυλιγμένη αγνότητα σε εφημερίδες
του Ανδρέα Τιμοθέου
«Η αποθήκη έπεσε…». Αυτά κατάφερε να ψελλίσει αναστατωμένος και το ’κλεισε. Ούτε καλημέρα, ούτε οποιαδήποτε τυπική ερώτηση. «Έρχομαι», αποκρίθηκα, χωρίς παραλήπτη. Ήξερε όμως, πως θα βρισκόμουν εκεί αμέσως. Οι άνεμοι και ο κακός καιρός τις τελευταίες μέρες, προεξοφλούσαν την καταδίκη της παλιάς μας παράγκας, της παράγκας της γιαγιάς, στο πλάι του σπιτιού. Είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από τότε που έφυγε η γιαγιά. Η παράγκα δεν δέχθηκε την παραμικρή φροντίδα και έτσι μας εγκατέλειψε κι εκείνη. Είχα να αναμετρηθώ με ένα σωρό άχρηστων, παλιών και λερωμένων πραγμάτων. Έτσι πίστευα όταν την αντίκρισα και έτσι ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό. Το γνώριζα, ήταν κάτι το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσω κι ας ήξερα τον κόπο που θα φορτωνόμουνα, στις ήδη πιεστικές μου μέρες. Ο χρόνος πάντα αχόρταγος, ίσως και να φρόντιζα σαν άμυνα να παραμένει έτσι.
Σήκωσα με δυσκολία τις πόρτες και ξεκίνησα να κοιτώ και να θυμάμαι, να θυμάμαι τις ώρες που περνούσα παιδί στην παράγκα, κάθε φορά που ήθελα να της προσθέσω ή να της αφαιρέσω κάτι. Δεν άφησα όμως τους συναισθηματισμούς να μου αρπάξουν άλλο χρόνο. Ξεκίνησα να παραμερίζω ό,τι πίστευα πως έπρεπε να πεταχτεί. Παλιές βαλίτσες, γεμάτες με υφάσματα και κλωστές της γιαγιάς, κουρτίνες από δαντέλα, σεντόνια και άλλα πολλά… Είχαν παραδοθεί στον χρόνο πολύ πιο πριν από αυτή μας τη συνάντηση. Χωρίς δεύτερη σκέψη, στη γωνιά με τα άχρηστα.
Πέρα από δυο κιβώτια που πίστευα πως ίσως κάτι σημαντικό να είχαν μέσα, δεν κρατήσαμε τίποτα άλλο. Ο παππούς κανόνισε ένα φορτηγάκι, και με ευκολία παραδώσαμε όλο το υλικό της παράγκας για τη χωματερή. «Αυτά γιατί τα κράτησες;» ρώτησε ο παππούς δείχνοντας τα δυο κιβώτια που ξεχώρισα. Του απάντησα πως πίστευα πως κάτι θα είχαν μέσα. Άλλωστε, το κόκκινο κιβώτιο μου θύμιζε επίμονα κάτι, αλλά με ένα πρόχειρο άνοιγμά του, αντιμετώπισα πολλά μικρά πράγματα τυλιγμένα σε εφημερίδες που δεν είχα υπομονή να κάτσω ν’ ανοίξω εκείνη τη στιγμή.
Καθίσαμε στην αυλή απέναντι, κοιτάζοντας στο κενό, όπως συνηθίζαμε. Η παράγκα ήταν παρελθόν, είχαμε ένα σπίτι και έναν κήπο να φροντίσουμε, ήταν ήδη αρκετά. Είχε μάλλον τακτοποιηθεί κάτι, με τη θέληση του χρόνου και της φθοράς. Φαινόταν καθησυχασμένος και ο ίδιος. Πήρα μια ανάσα, σήκωσα τα δυο κιβώτια και τα έβαλα στο αμάξι μου. Δεν είχα σκοπό να τα ανοίξω εκεί, αλλά και όταν τα κουβάλησα σπίτι δεν τα άνοιξα την ίδια μέρα. Πέρασαν κάποιες μέρες στη βεράντα μέχρι την ανάσα του Σαββατοκύριακου. Τα πρωινά του Σαββάτου, συνήθως επισκέπτομαι τη γιαγιά στο νεκροταφείο, της δίνω την απαραίτητη φροντίδα και συνεχίζω τη μέρα μου με όλες τις άλλες της υποχρεώσεις. Εκείνο το Σάββατο, θέλησα να τελειώσω με τα δυο κιβώτια. Έτσι ανέβαλα το ραντεβού μας μέχρι το απόγευμα.
Άνοιξα τα κιβώτια γρήγορα και ξεκίνησα να μετακινώ τις εφημερίδες. Τα χέρια σταμάτησαν για μια στιγμή, όταν ξεκίνησε να μου φανερώνεται ο κόσμος κάτω από αυτές… Δεν ξέρω αν έγινε έτσι, μα σχεδόν χάιδευα τις εφημερίδες. Μικρά παιδικά μου παιχνίδια, ανθρωπάκια από πορσελάνη, η πρώτη μου φάτνη, αγγελάκια και χιονάνθρωποι Χριστουγέννων, όλα τόσο μικρά και αθώα, όλα τόσα πολύτιμα. Και ήταν τόσο φροντισμένα και με ακρίβεια τοποθετημένα, ώστε να μη σπάσει τίποτα. Ένιωθα μια ευφορία που με κατάκλυζε, για τα κιβώτια που μέχρι πριν λίγο δεν σήμαιναν τίποτα. Ένιωθα συγκίνηση, για τα χρόνια στα οποία με ταξίδευαν. Τα σκονισμένα μικρά πράγματά μου, που είχε φροντίσει η γιαγιά να διασωθούν, ήρθαν να αντικρίσουν τη σκονισμένη μου αγνότητα. Ήταν μια εισβολή του παρελθόντος, όμορφη και επίπονη ταυτόχρονα. Συνέχισα σχεδόν ευλαβικά να γεμίζω τον πάγκο με ό,τι έβρισκα και αφού απομάκρυνα και την τελευταία εφημερίδα, έμεινα να κοιτάζω τα πράγματά μου, να μου καθρεφτίζουν τα παιδικά μου χρόνια. Μάλλον θα ήταν ένα δώρο της γιαγιάς στις επισκέψεις μου, μάλλον αυτό το Σάββατο είχε αποφασίσει να με επισκεφθεί εκείνη.
Ξεκίνησα να πλένω μερικά με καθαρό νερό και άλλα να τα σκουπίζω. Θα τα τοποθετούσα σε άλλα καθαρά κιβώτια, μα τώρα τα χειριζόμουν σαν κάτι το ιερό. Τα μετέφερα από το ένα σημείο στο άλλο, σαν να κρατούσα ένα βρέφος, σαν να κρατούσα τη γιαγιά μου απ’ το χέρι. Ήμουν πουλί χαμένο, στα πρώτα μου χρόνια, τα στοργικά, τα αλησμόνητα αγνά. «Να προσέχεις πώς χαράζεσαι στις ψυχές των ανθρώπων, κάποτε θα ’χουν να αναμετρηθούν με την απουσία σου». Αυτό είπε μια φωνή του μυαλού μου και γέμισε πάλι το σπίτι από την παρουσία της…
***********
Στίγματα γιορτών
Μα εμείς στραβεί κουλούτζια είμαστει στους λας σκοτεινιασμένη Αγάπη κατανόηση πολλα ξαμακρισμένοι.
Η αδικία Τζι ψευκιά
κόσμο βασανίζει βία, τζαί ,εκμετάλλευση μωρά εν που θερίζει
Χάνει η μάνα το παιδί Τζαί το παιδί παιδέυκει Η ανθρωπιά, φιλότιμο πάει πιον ξεπέζέυκη.
Τζαί ας Έρκουντε Χριστουγγενα,
πρωτοχρονιά τζαί φώτα έφυεν πιόν ο σεβασμός
που ήτουν όπως πρώτα.
Έρκουνταν τούτες οι γιορτές με σεβασμό τζαί αξία Τιμούσαν με έυλάβια τη Μέγα ορθοδοξία.
Πίνουν το γαίμα για νερό Ηρώδης έτζαι ένας! τζαί Κα'ιάφες εν πολλοί λαλούν πως εν φταίει, κανένας.
Χριστούγγενα πρωτοχρονιά Όπου Τζιά πάεις ρώτα ! Πως εν το άστρο που οδηγά Τζαί όι τούτον φώτα.
Έτσι απλά τζαί ταπεινά Για να προσευχηθούμε κανεί πιόν αδικία τζαί απ ανθρωπιά Αγάπη ,Ειρήνη τζαί Χαρά αληθεινά να δούμε
Τα Φώτα- φώτα στην καρκία τα Γέννα καλοσύνη τζαί με την Νέα την Χρόνια
έτσι απλά τζαί ταπεινά την μέγα σωφροσύνη.
Στίγματα γιορτών
της Ελένης Τυρίμου
Έξω αστράφτει τζαί βροντά
τζαί μέσα μας σιονίζει
μα ο αφέντης ο θεός
για ούλους μας πασκίζει.Μα εμείς στραβεί κουλούτζια είμαστει στους λας σκοτεινιασμένη Αγάπη κατανόηση πολλα ξαμακρισμένοι.
Η αδικία Τζι ψευκιά
κόσμο βασανίζει βία, τζαί ,εκμετάλλευση μωρά εν που θερίζει
Χάνει η μάνα το παιδί Τζαί το παιδί παιδέυκει Η ανθρωπιά, φιλότιμο πάει πιον ξεπέζέυκη.
Τζαί ας Έρκουντε Χριστουγγενα,
πρωτοχρονιά τζαί φώτα έφυεν πιόν ο σεβασμός
που ήτουν όπως πρώτα.
Έρκουνταν τούτες οι γιορτές με σεβασμό τζαί αξία Τιμούσαν με έυλάβια τη Μέγα ορθοδοξία.
Πίνουν το γαίμα για νερό Ηρώδης έτζαι ένας! τζαί Κα'ιάφες εν πολλοί λαλούν πως εν φταίει, κανένας.
Χριστούγγενα πρωτοχρονιά Όπου Τζιά πάεις ρώτα ! Πως εν το άστρο που οδηγά Τζαί όι τούτον φώτα.
Έτσι απλά τζαί ταπεινά Για να προσευχηθούμε κανεί πιόν αδικία τζαί απ ανθρωπιά Αγάπη ,Ειρήνη τζαί Χαρά αληθεινά να δούμε
Τα Φώτα- φώτα στην καρκία τα Γέννα καλοσύνη τζαί με την Νέα την Χρόνια
έτσι απλά τζαί ταπεινά την μέγα σωφροσύνη.
**********
ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη
Αγαπημένε ΄Αγιε των αμετανόητων παιδιών,
Σου γράφω ξανά με το μελάνι μιας φιλάσθενης ωριμότητας
Στην κόκκινη στολή σου καταθέτω με συνέπεια
Τις αδικαίωτές μου παρορμήσεις
Ανακαλύπτοντας ξανά την αθωότητα της προσμονής
Στα άσπρα γένια της αιώνιας σοφίας σου
Αναζητώ τους λόγους των φτερωτών μου έργων
Σου γράφω και τούτη την παραμονή της ύπαρξής μου
Προσδοκώντας για τα δώρα της συνέχειας
΄Εξω νυχτώνει εδώ και μέρες
Οι άνθρωποι κολλούν την πλήξη τους στα πολύφερνα πεζοδρόμια
Μα εκείνη μένει στις πατούσες τους σαν τσίχλα κακής ποιότητας
Στον εορταστικό διάκοσμο συνεχίζεται η απεμπόληση των Θείων Δώρων
Γι’ αυτό κι εγώ γράφω σε σένα
Για όλους σαν εσένα
Προσμένοντας τη γενναιοδωρία του Διαφορετικού
Επειδή...
Ήμουν καλός πρωτίστως με τον εαυτό μου
Δεν τον χρησιμοποίησα ενάντια στην ίδιά του τη φύση
Στην Αγάπη έδωσα ΄Ερωτα
Στο Μίσος έδωσα Αγάπη
Και πάλι περίσσεψε θαρρώ
Κι αυτό ήταν πιο σπουδαίο απ’ το δόσιμο
Θα περιμένω νά’ ρθεις ξανά μέσα απ΄τους δρόμους των άλλων
Kι ευτυχισμένος θα’ μαι στον καινούριο πόνο
Που θα ξυπνήσει τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη
Στην απέριττη λάμψη του πρωινού
**********
ΦΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη
Τα Χριστούγεννα αναβόσβηναν επάνω στα λαμπάκια των στολισμένων δρόμων, κατηφόριζαν ύστερα στους δρόμους με τις φωτεινές επισημάνσεις « Προσοχή, Χριστούγεννα!» και σταθμεύανε στις άκριες μιας έγνοιας για την επιβίωση της ελπίδας. Κάποιοι ξεχασμένοι άγγελοι τραγουδούσανε ακόμα στους δρόμους, μα η φωνή τους ήταν πολύ αρμονική, για να ταιριάξει με τη βουή μιας ταραγμένης ανθρωπότητας.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, πήρε βαθιά ανάσα, κατέβηκε προσέχοντας να μην πατήσει τις εύθραυστες αντοχές της.
Μα εκείνες τρίξανε επικίνδυνα, σαν σκουριασμένες θύμησες, κάτω από το βαρύ πέλμα της ενοχής κι αμολήθηκαν ξέφρενα στους δρόμους της συνείδησης.
Μόλις πριν μια βδομάδα, εδώ, λίγο πιο κάτω, στη διασταύρωση, είχε ανταμώσει απρόσμενα οδυνηρές ανατροπές. Η νύχτα αφέγγαρη κι ασέληνη. Κι ο καιρός συνηγορούσε με τη ψιλή βροχή, που μούσκευε τους δρόμους και στέγνωνε το φως. Οδηγούσε το μικρό αυτοκίνητό της με όλη την προσοχή που επέβαλλαν οι περιστάσεις. Τα δυο της χέρια γαντζωμένα στο τιμόνι. Οι αισθήσεις όλες σε επιφυλακή. Πήγαινε στη συγκέντρωση της λογοτεχνικής ομάδας στην οποία ήταν μέλος. Ο όμιλος « Αλκυόνη» ετοίμαζε για άλλη μια φορά το αφιέρωμά του στη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Μουσική, απαγγελίες, ένας γιορτινός στίχος που φιλοδοξούσε σαν ηλεκτρικό λαμπιόνι να ανάψει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και να στολίσει την καθημερινότητά τους.
Το μηχανάκι βγήκε απότομα μπροστά της στη στροφή. Πιο πολύ το διαισθάνθηκε παρά το είδε, μια και κυκλοφορούσε χωρίς φώτα, λες και γύρευε από μόνο του να κόψει το σκοτάδι της νύχτας.
Πάτησε τόσο απότομα τα φρένα , που η τσάντα δίπλα της έφυγε από τη θέση του συνοδηγού και προσγειώθηκε ανάποδα στο χώρο μπροστά, κάτω από το κάθισμα. ΄Ενιωσε τα χέρια της να ιδρώνουν, τα γόνατά της να τρεμουλιάζουν. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τόσο πολύ το τιμόνι , που άσπρισαν, λες και άδειασαν απότομα από αίμα. ΄Εξω τα Χριστούγεννα σβήσανε ξαφνικά όλα τα φώτα κι απόμειναν τα δέντρα γυμνά, γεμάτα μόνο με παγωμένο χιόνι και απόγνωση.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο , πλησίασε το αναποδογυρισμένο μηχανάκι, κοίταξε με δέος το κορμί του επάνω στην κρύα άσφαλτο. « Θεέ μου, ας μην είναι νεκρός», ψιθύρισε η καρδιά της. Μα εκείνη την ώρα, πηχτό το σκοτάδι , τράβηξε μες στην πίσσα του την προσευχή της κι ακούστηκαν οι λέξεις κενές επάνω από το άψυχο σώμα.
Το ασθενοφόρο μετέφερε σε λίγο ένα κουφάρι από αναπάντητα γιατί. Γιατί το μηχανάκι κυκλοφορούσε χωρίς φώτα; Γιατί ο οδηγός δε σταμάτησε στο κόκκινο της διασταύρωσης; Γιατί θα έπρεπε σε εκείνη να τύχει τέτοια αναποδιά σε μέρες γιορτινές; Απάντησε μηχανικά στα ερωτήματα της αστυνομίας. ΄Ενας αυτόπτης μάρτυρας επιβεβαίωσε πως το θύμα αγνόησε το κόκκινο φανάρι. Αφέθηκε ελεύθερη από τους νόμους της πολιτείας, μα την παρέλαβαν αδίστακτοι οι νόμοι της συνείδησης.
Κι απόψε , λίγες μέρες μετά, έσυρε τα βήματα και την καρδιά της μέχρι το σπίτι του θύματος. Δεν ήξερε να πει γιατί . Μια αόρατη δύναμη την έσπρωχνε προς τη χήρα και τα ορφανά. Κι ενώ μια φωνή μέσα της, επαναστατημένη, φώναζε πως δεν έπρεπε να νιώθει την παραμικρή ενοχή για ό,τι έγινε, το αίμα της σφυροκοπούσε ως τα μηνίγγια και δοκίμαζε τις αντοχές της.
Χτύπησε τη μικρή σιδερένια πόρτα , περίμενε με κομμένη την ανάσα. ΄Ακουσε από μέσα βήματα να πλησιάζουν , μια κουρασμένη θλίψη διαπέρασε το μέταλλο της πόρτας κι έφτασε μέχρι την προσμονή της. ΄Υστερα φάνηκε η μαύρη φιγούρα, ακόμα πιο σκοτεινή μες στη θολούρα της στιγμής.
Κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα που φάνταξαν αιώνες. Φλύαρη η σιωπή ταξίδεψε στα μάτια τους κι ύστερα άνοιξε τις λέξεις και τις άφησε να σκορπίσουν μες στην αμηχανία της στιγμής.
« ΄Ηρθα , γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. ΄Εχω πάψει να κοιμάμαι, να ζω, μονάχα σκέφτομαι. Είμαι τριάντα χρόνων και θαρρώ πως έχω πεθάνει. Ποτέ δε φαντάστηκα πως θα μπορούσα να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου…΄Εστω και κατά λάθος, έστω και χωρίς τη θέλησή μου…Σκέφτομαι συνέχεια εσένα, τα παιδιά….Ακόμα δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς έγινε…Μάλλον δε θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις. Και μάλλον δε θα συγχωρέσω κι εγώ ποτέ τον εαυτό μου…»
Και πάλι σιωπή. Και πάλι δυο βλέμματα που αναμετρήθηκαν με την μνήμη ενός νεκρού ανάμεσά τους. Θάρρεψε πως η σιωπή ήταν καταδίκη. Δεν άντεξε άλλο την επίκριση που ξεχυνόταν από κάθε γωνιά του σπιτιού. ΄Εκανε μεταβολή, έσυρε τις τύψεις της ως την πόρτα. Και τότε άκουσε τη φωνή της πνιχτή, σχεδόν…απολογητική.
« Δεν έφταιγες εσύ…Ο Στέλιος έπινε…έπινεπολύ…Και τα φώτα στο μηχανάκι χίλιες φορές του ζήτησα να τα φτιάξει και όλο αμελούσε. Κι εκείνο το βράδυ, λίγο πριν φύγει από το σπίτι, είχαμε στήσει ένα γερό καβγά. Για άλλη μια φορά. Εγώ γκρίνιαζα για όλα. Για το πιοτό, για το γινάτι, για την αδιαφορία του. Εκείνος πετούσε βλαστήμιες και βρισιές. ΄Ασχημο πράμα το πιοτό. Κι άμα αδειάσει και η τσέπη από λεφτά, αδειάζει μεμιάς και το σπίτι από αγάπη. Βγήκε στο δρόμο φρενιασμένος, καβάλησε το μηχανάκι, χάθηκε μες στο θυμό του… Δεν έφταιγες εσύ…»
Η νύχτα πέρασε μέσα από το φτωχικό σαλόνι, κοντοστάθηκε για λίγο επάνω στις τριμμένες πολυθρόνες, το φθαρμένο παλιομοδίτικο χαλί. ΄Υστερα κοίταξε τα χέρια της χήρας που τρέμανε, αναστέναξε και φώναξε ένα από τα λαμπερά της άστρα. ΄Ηρθε εκείνο, σαν στρατιώτης ταγμένος στο σκοπό του, να καθίσει μέσα στο σαλόνι , με τις σκούρες θύμησες να κρέμονται σαν ανάπηρες κουρτίνες στα παράθυρα. Μια χρυσόσκονη από όνειρο ακούμπησε επάνω στα ξεφτίδια και τα έκανε να μοιάζουν με χριστουγεννιάτικα πλουμίδια. ΄Εξω μια παρέα παιδιών περνούσε με τρίγωνα και μελωδικές φωνές. Τα κάλαντα των Χριστουγέννων χτυπήσανε τη μικρή σιδερένια πόρτα και χαρούμενες νότες βάψανε το μέλλον που ξημέρωνε με την ειρήνη και την ευδοκία των μικρών αγγέλων.
*********
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΣΤΕΡΙ
Χριστοδούλου Θάλεια
Μία γυναίκα γέννησε
στον στάβλο μέσα μόνη,
όταν ο ήλιος έδυσε
την έπιασαν οι πόνοι!
Μέσα στον μαύρο ουρανό
γεννήθηκε αστέρι,
μες την ομίχλη, στον καπνό
το φως του για να φέρει!
Ηγέτης φανερώθηκε
μες την απελπισία,
Σωτήρας μας εδώθηκε
γεννήθηκ' ηγεσία!
Μαρία ζεις μυστήριο
που κάποτε θα λύσεις,
σήμερα γέννησες ΥΙΟ
και θα τον προσκυνήσεις!
**********
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου