Γεώργιος Αλεξανδρής
Η μάνα μου,-καλή της ώρα-,
αφρόντιστο αγιόκλημα στην αυλή
και άγνεστη ανατολή στο παραθύρι,
από τότε που κρατούσε τις μέρες στην ποδιά της
και μοίραζε πρωινά κι απόβραδα στη γειτονιά,
δεν ήξερε από προσχήματα και παινέματα.
Έσκυβε πάνω από τους καιρούς
με σκέψη δίστομη και λόγο ακονισμένο,
ώριμη ανάγκη αχάλκευτης εποχής
κι ανέσυρε μέσα από ερείπια και σιωπές
την ερημιά και τα κενά του κόσμου
χωρίς να φοβάται από γραφές και μνήμες.
Και στο κατόπι της οι άγουρες περπατησιές,
όρκοι ψυχής, ηρωισμοί κι αστέγαστες θυσίες
στο επόμενο ξημέρωμα να ’χει ο ήλιος χρώμα
από την ομορφιά και τη βία του αυθόρμητου
απ’ τη σοφία του θυμού ,το πείσμα της ουτοπίας,
γιατί δεν ήξερα της εποχής τους μονολόγους.
Και σημάδευα πιο κει ορόσημα κι αλήθειες,
ταπεινές συμφωνίες ήθους και σεβασμού,
με αμφισβητήσεις, ανατροπές και ρήξεις
τις αναδρομές στην απόδραση να αρνηθώ,
αλλά φοβήθηκα γιατί ο κόσμος μάθαινε
από τον ίσκιο του να μετρά τα όριά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου