Χριστοδούλου Αθανάσιος
Έφυγες για να βρεις καταπράσινα λιβάδια,
δε φταίω εγώ, που δεν κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια.
Έλυσες τον κάβο απ’ της καρδιά μου το τιμόνι,
έψαξες τον ήλιο κι έμεινες στο σκοτάδι μόνη.
Η ομίχλη των λέξεων σου χάραξαν το πεπρωμένο,
τα φιλιά σου στο στόμα φαρμάκι, έφυγες και μ’ άφησες μόνο.
Για ποιόν η καρδιά σου να χτυπά δυνατά, κανείς δεν το ξέρει.
λόγια λόγια, με λόγια γλυκά στα θολά η καρδιά σου ψαρεύει.
Τη νύχτα είμαι εδώ και σκέφτομαι ακόμα ακόμα εσένα,
χαράματα από μακριά γυρίζω με τα ρούχα βρεγμένα.
Χωρίς εσένα γλυκιά μου βλέπω τη ζωή μου κενή
πες μου, πες μου, πότε θα ξαναδώ τη λαχταριστή σου μορφή;
Δε φταίω εγώ, αν η καρδιά σου τώρα έγινε «ταξιδιάρα»,
να κάνεις το κέφι σου μόνο, δε δίνεις για τ’ άλλα «δεκάρα».
Τραβάς το δρόμο μονάχη, ξεχνάς τα πρώτα, παιδικά σου φιλιά
στο «άρωμα» του «παραδείσου» πρόσκαιρα ζητά τη χαρά.
Σε σοκάκια στενά, μόνη, χειμωνιάτικη, παγωμένη ήταν βραδιά
τραβούσες τη δική σου πορεία, θαρρώ στα τυφλά.
Ξημέρωμα, σε μια γωνιά σε βρήκαν πεσμένη, της νύχτας περαστικοί,
μια βελόνα καρφωμένη στο χέρι κι ήσουν μικρή μου νεκρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου