Τὸ λευκὸ σπιτικό της Παναγιᾶς,
διπλὴ πανωστριὰ καὶ διπλὴ λάτρα,
τὸ ἀσῆμι, τὸ μπακίρι κι ἡ ἰστορημένη μνήμη,
νοικοκερεμένα, παστρικά, κάτω ἀπ' τὸ Δέλτα τὸ ἀκατάληπτο.
Μὲ σύνοικο τὸν Ἅι- Νικόλα καὶ τὰ θάματά του,
καὶ στοῦ τέμπλου τ' ἀνοιχτὰ τὰ δυὸ πλεούμενα
ταξίματα μετέωρα νὰ ταξιδεύει ὁ νοῦς,
νὰ ταξιδεύει ἡ Παναγιὰ τὴν πίκρα της.
Στοὺς κάτω κοιτῶνες, σκεπασμένοι μὲ τὸ μάρμαρο
καὶ τὸ δικέφαλο ἀετό, οἱ πρόγονοι καθεύδουν.
Τ' ὄνειρό τους τὸ βῆμα μου σηκώνει νὰ μετρήσω
τὰ ὅσα λυπήθηκε ὁ ἀσβέστης κι ὁ καιρός,
τὸ προικιὸ τῆς Δέσποινας ἐδῶ γραμμένο
μὲ γαλάζιο, πράσινο, γκρίζο, μαβί,
μαῦρο, καφετί, μικρὲς χρωματιστὲς πνοές,
τὰ Θεοτόκια, τοὺς Οἴκους, πάνω στὰ τοξωτά,
τὶς ἄντυγες, ἀπὸ τὴν Πύλη καὶ ἴσαμε τὸν πισωνάρθηκα,
κι ἀπ' τὰ Εἰσόδια ἴσαμε τὶς Πανάχραντες Πρεσβεῖες,
ὅλα γραμμένα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ προγόνου.
Πάνω στὸ μεσάρι βρῆκα καὶ τὸ μαυροντυμένο σχῆμα,
σταυρωμένο μὲ σοφία, φυλακή, καὶ καταδίκη
γιὰ τὴ φωνή, τὴν καρδιά, τὰ ἐπίγεια μέλη.
Δίπλα, τὸ Σατανᾶ μὲ τὸ μαστίγιο, τὰ σερπετά, τὰ ὄρνια,
καὶ τὸν Παμφάγον Ἅδη πράσινο θεριὸ
μὲ στόμα τοῦ σκυλόψαρου καὶ γλῶσσα πύρινη
γιὰ τῆς πορνείας τὸν ἔρωτα, καὶ τὸ ρητὸ
«Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς
ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».
Στὴν ἄλλην ὄψη βρῆκα καὶ τὶς ἡλικίες δεμένες στὸν Τροχό,
καὶ πάλι τὸ Χάροντα δρεπανηφόρο, καὶ μὲ τὸ
«Βαβαί, βαβαί, ὦ θάνατε, τὶς δύναται φυγεῖν σε».
Ἀπὸ τὴν αὐλὴ κοιτάζω γύρω. Τὸ πρωὶ ἀνεξάντλητο,
κατάπληκτο ἀπ' τὸν ἥλιο, πρωτογραμμένο κι ἀσυλλόγιστο,
μὲ τὸ νωχελικὸ μουλάρι ἐπάνω στὸ γιοφύρι,
τοὺς κύβους τῶν σπιτιῶν ἀξόδευτες ἀνάσες, τὰ γουρνιά,
στὸν ξεροπόταμο, νὰ νείρονται τὸ χάδι τῶν παλιῶν δαχτύλων
κι ἔρωτα παλιοῦ τὸν ψίθυρο. Πιὸ πέρα τὰ στοχαστικὰ μαγκάνια
ξεφυλλίζουν μέσα στὰ περβόλια τὶς σελίδες τοῦ νεροῦ,
κανοναρχοῦνε τὸ τροπάρι τῆς ἡμέρας.
Τοῦ θανάτου τίποτε. Ἀπὸ δῶ σύναξε ὁ πρόγονος
τὸ σκοτεινό του ξόδι.
διπλὴ πανωστριὰ καὶ διπλὴ λάτρα,
τὸ ἀσῆμι, τὸ μπακίρι κι ἡ ἰστορημένη μνήμη,
νοικοκερεμένα, παστρικά, κάτω ἀπ' τὸ Δέλτα τὸ ἀκατάληπτο.
Μὲ σύνοικο τὸν Ἅι- Νικόλα καὶ τὰ θάματά του,
καὶ στοῦ τέμπλου τ' ἀνοιχτὰ τὰ δυὸ πλεούμενα
ταξίματα μετέωρα νὰ ταξιδεύει ὁ νοῦς,
νὰ ταξιδεύει ἡ Παναγιὰ τὴν πίκρα της.
Στοὺς κάτω κοιτῶνες, σκεπασμένοι μὲ τὸ μάρμαρο
καὶ τὸ δικέφαλο ἀετό, οἱ πρόγονοι καθεύδουν.
Τ' ὄνειρό τους τὸ βῆμα μου σηκώνει νὰ μετρήσω
τὰ ὅσα λυπήθηκε ὁ ἀσβέστης κι ὁ καιρός,
τὸ προικιὸ τῆς Δέσποινας ἐδῶ γραμμένο
μὲ γαλάζιο, πράσινο, γκρίζο, μαβί,
μαῦρο, καφετί, μικρὲς χρωματιστὲς πνοές,
τὰ Θεοτόκια, τοὺς Οἴκους, πάνω στὰ τοξωτά,
τὶς ἄντυγες, ἀπὸ τὴν Πύλη καὶ ἴσαμε τὸν πισωνάρθηκα,
κι ἀπ' τὰ Εἰσόδια ἴσαμε τὶς Πανάχραντες Πρεσβεῖες,
ὅλα γραμμένα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ προγόνου.
Πάνω στὸ μεσάρι βρῆκα καὶ τὸ μαυροντυμένο σχῆμα,
σταυρωμένο μὲ σοφία, φυλακή, καὶ καταδίκη
γιὰ τὴ φωνή, τὴν καρδιά, τὰ ἐπίγεια μέλη.
Δίπλα, τὸ Σατανᾶ μὲ τὸ μαστίγιο, τὰ σερπετά, τὰ ὄρνια,
καὶ τὸν Παμφάγον Ἅδη πράσινο θεριὸ
μὲ στόμα τοῦ σκυλόψαρου καὶ γλῶσσα πύρινη
γιὰ τῆς πορνείας τὸν ἔρωτα, καὶ τὸ ρητὸ
«Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς
ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».
Στὴν ἄλλην ὄψη βρῆκα καὶ τὶς ἡλικίες δεμένες στὸν Τροχό,
καὶ πάλι τὸ Χάροντα δρεπανηφόρο, καὶ μὲ τὸ
«Βαβαί, βαβαί, ὦ θάνατε, τὶς δύναται φυγεῖν σε».
Ἀπὸ τὴν αὐλὴ κοιτάζω γύρω. Τὸ πρωὶ ἀνεξάντλητο,
κατάπληκτο ἀπ' τὸν ἥλιο, πρωτογραμμένο κι ἀσυλλόγιστο,
μὲ τὸ νωχελικὸ μουλάρι ἐπάνω στὸ γιοφύρι,
τοὺς κύβους τῶν σπιτιῶν ἀξόδευτες ἀνάσες, τὰ γουρνιά,
στὸν ξεροπόταμο, νὰ νείρονται τὸ χάδι τῶν παλιῶν δαχτύλων
κι ἔρωτα παλιοῦ τὸν ψίθυρο. Πιὸ πέρα τὰ στοχαστικὰ μαγκάνια
ξεφυλλίζουν μέσα στὰ περβόλια τὶς σελίδες τοῦ νεροῦ,
κανοναρχοῦνε τὸ τροπάρι τῆς ἡμέρας.
Τοῦ θανάτου τίποτε. Ἀπὸ δῶ σύναξε ὁ πρόγονος
τὸ σκοτεινό του ξόδι.
Αντώνης Δεκαβαλλές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου