Οι αποδημητικές καλημέρες / Κική Δημουλά
Άρχισε ψύχρα.
Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.
Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορροή.
Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν.
Ζέστες, η διάθεση για φως,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωής.
Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,
πολλοί διάττοντες έρωτες
ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.
Τώρα η γνωστή ψύχρα
κι όλα να φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.
Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια
η μία ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη
με λύπη αυτοδίδακτη.
Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση
κι από τις καλημέρες σου.
Τα παράθυρα ενδίδουν.
Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,
άλλοι λεν ως την άνοιξη,
άλλοι φοβούνται δια βίου.
Κι εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιος ξέρει τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός να γίνεις «τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο».
Άρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας.
**
Ο Σεπτέμβρης του 1903 / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
**
Κάθε Σεπτέμβρη
Φοίβος Δεληβοριάς
Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ’ το χωριό σουκαι μόνο απ’ τ’ άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιό
θ’ αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου
που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ
Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός
κι αν καταφέρω και το πάγο σου τον λιώσω
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως
Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο
κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδάμ
τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο
και να μου κάνει την καρδιά μου Γης Μαδιάμ
**
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη - Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα μπλάβα
με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού
στις λίγες αναμνήσεις που μου μένουν
όταν υμνούσα το Σεπτέμβρη
κι απ' τα νερά τα γκρίζα, τα μαλαματένια του
είχα δει ν' αναδύονται τα πιο ωραία
σώματα της αγάπης μου.
Ήταν α υ τ ή η ψύχρα
α υ τ ή η θολή καθαρότητα
κι ένα γλυκό φωτοστέφανο
τριγύριζε τα πρωινά ψάρια
στον μαρμάρινο μπάγκο.
Ο αέρας ύφασμα
με τέλεια εφαρμογή
η μυρωδιά του γιασεμιού
λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα
λες και με αφορούσε κι εμένα
η ωραιότητα.
Η αγάπη έχει αξία συλλογική
τα τόσα πρόσωπα είναι ένα
μες στο γαλάζιο
κι η συμβολή τους συμβολική
στης εποχής το γύρισμα
στον τρύγο
στο πλύσιμο των βαρελιών
δίπλα στη θάλασσα
στα μαύρα σακιά με κοπριά
ακουμπισμένα στην πόρτα μου
σαν κακοί οιωνοί.
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη
φοράει το ίδιο φως
σε κάθε επέτειο
κρατάει το ίδιο κλαρί
με τα λαχανιασμένα φύλλα
στην εκθαμβωτική πτώση τους.
Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι
Βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας
στα χείλη μου που τα ΄σχιζε
η χαρά
και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη
τα κρυφά
ανθεστήρια θανάτου.
**
ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ
Γιώργος Χρονάς
Η αρχή να γίνει με τους τρεις λιποτάχτες στρατιώτες της νύχτας
του Σεπτέμβρη
Ημίγυμνοι κάτω από ένα ξερό κίτρινο φεγγάρι
Καπνίζουν πίσω από θάμνους το τελευταίο τσιγάρο και οι τρεις
Τα πρόσωπά τους δείχνει στην πόλη η τηλεόραση και το
«καταζητούνται»
Παράλειψε σκοπίμως τα ποσά ανευρέσεως, παραδόσεως
Παράλειψε σκοπίμως την εικόνα που η μάνα του λέει
στους δημοσιογράφους κλαίγοντας «παιδιά μου, παραδοθείτε»
Μην ξεχάσεις κλείνοντας το ποίημα
Νικόλαος
Κωνσταντίνος
Ιωάννης
Τ' όνομά τους.
*
Τρυγητής
Μέσα στ' αμπέλια
χαρές και γέλια
έφτασε πάλι ο Τρυγητής
και πάλι στα ζεμπίλια
σωρούς σταφύλια
βάζει ο κεφάτος δουλευτής
Με τα βιβλία
μες τα σχολειά
βουερό μελίσσι τα παιδιά
και στ' ακρογιάλι
ήσυχη πάλι
και έρημη απόμεινε η αμμουδιά.
Στα χλωμά φύλλα
μια ανατριχίλα
Οι πρώτες άδειασαν φωλιές
και οι πρώτες στάλες
διώχνουν γι άλλες
τα χελιδόνια ακρογιαλιές.
*
Σεπτέμβριος
Η καμπάνα του σχολείου
τα παιδάκια προσκαλεί
ήρθε η ώρα του βιβλίου
μπείτε όλα στη γραμμή.
Με χαρές τώρα στ 'αμπέλια
τα σταφύλια όλοι τρυγούν
και το μούστο στα βαρέλια
όλη μέρα κουβαλούν.
**
Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
Ρένα Καρθαίου
Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
κ' έχει ολόχρυσο καπέλο
και χρυσό το πανοφώρι.
Τα παπούτσια του είναι φύλλα
που έχουν πέσει απ' τα πλατάνια
και τα μάγουλά του μήλα.
Με του ανέμου τα ποδάρια
τρέχει δίχως να τον βλέπεις
στων βημάτων του τα χνάρια
διαμαντάκια θε να βρεις.
σταγονίτσες, σταγονίτσες
μιας ολόχρυσης βροχής.
Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
κατεβαίνει από τα δάση
κατεβαίνει από τα όρη
και έρχεται για να χτυπήσει
μια πελώρια καμπάνα
το σχολειό να αρχινήσει.
Ο Σεπτέμβρης πάντα δες
έχει όλα τα παιδάκια
φίλους και συμμαθητές.
***
Φθινοπωρινή νύχτα
Henri de Renie
Είν' έτσι ωραία απόψε η δύση
των δέντρων, καθώς πορφυρώνει, το χρυσό,
που λες η μέρα πριν να σβύσει
το θάνατό της κάνει επίσημο κι' αργό.
Το σούρουπο στα ρόδα πάνω
είν' έτσι διάφανο, ήσυχο, απαλό,
που δεν εκλείσαν όλα και το χέρι βάνω
και κόφτω ένα για σένα ρόδο αχνό.
Έτσι τα φύλλα σιγανά θροούνε
τώνα με τ' άλλο ή όλα μαζύ,
όπου δεν ξέρω αν τα χείλη σου γελούνε
ή αν το δάσος τρέμει στη σιγή.
Το ποταμάκι στο λειβάδι τρέχει
έτσι γλυκά - γλυκά που λες
των καλαμιών τα γαλαζόφυλλα πως βρέχει
ή πως εσύ από αγάπη κλαις.
Κ' η νύχτα σκοτεινή, να! κατεβαίνει
χρυσή, μετάξινη, απ' τα βάθη της σιωπής'
κι' έτσι ακόμα το φθινόπωρο ζεσταίνει
που θα μπορούσες και γυμνή να κοιμηθής.
( μετάφραση Γιώργου Σημηριώτη ) (τεύχος 3, Δεκ. 1936, του 15/θήμερου περιοδικού "Γαλλική Ανθολογία")
των δέντρων, καθώς πορφυρώνει, το χρυσό,
που λες η μέρα πριν να σβύσει
το θάνατό της κάνει επίσημο κι' αργό.
Το σούρουπο στα ρόδα πάνω
είν' έτσι διάφανο, ήσυχο, απαλό,
που δεν εκλείσαν όλα και το χέρι βάνω
και κόφτω ένα για σένα ρόδο αχνό.
Έτσι τα φύλλα σιγανά θροούνε
τώνα με τ' άλλο ή όλα μαζύ,
όπου δεν ξέρω αν τα χείλη σου γελούνε
ή αν το δάσος τρέμει στη σιγή.
Το ποταμάκι στο λειβάδι τρέχει
έτσι γλυκά - γλυκά που λες
των καλαμιών τα γαλαζόφυλλα πως βρέχει
ή πως εσύ από αγάπη κλαις.
Κ' η νύχτα σκοτεινή, να! κατεβαίνει
χρυσή, μετάξινη, απ' τα βάθη της σιωπής'
κι' έτσι ακόμα το φθινόπωρο ζεσταίνει
που θα μπορούσες και γυμνή να κοιμηθής.
( μετάφραση Γιώργου Σημηριώτη ) (τεύχος 3, Δεκ. 1936, του 15/θήμερου περιοδικού "Γαλλική Ανθολογία")
***
Στις αρχές του φθινοπώρου
πέσαν κάμποσες βροχές
και σκορπίσανε τα φύλλα
σαν παλιοί συμμαθητές
κι ανοιχτήκαν οι ομπρέλες
και βραχήκαν οι φωτιές
και πεθάναν καλοκαίρια
μόνα στις ακρογιαλιές.
Στις αρχές του φθινοπώρου
κάτι έχω να σου πω
πως το στέμμα ήταν ψέμα
βασιλιάς δεν είμαι εγώ
και του ρολογιού η ώρα
ήταν ψέματα κι αυτή
σου ‘πα είναι εφτά και δέκα
κι ήταν δέκα και μισή.
Στις αρχές του φθινοπώρου
θα κλειδώσω δυο ζωές
τα κειδιά τους θα πετάξω
στου μεσημεριού το χτες
στις αρχές του φθινοπώρου
μη γυρίσεις να με βρεις
θα ‘χουνε αλλάξει όλα
σαν τα χρώματα της γης.
Λάκης Λαζόπουλος
Στις αρχές του φθινοπώρουπέσαν κάμποσες βροχές
και σκορπίσανε τα φύλλα
σαν παλιοί συμμαθητές
κι ανοιχτήκαν οι ομπρέλες
και βραχήκαν οι φωτιές
και πεθάναν καλοκαίρια
μόνα στις ακρογιαλιές.
Στις αρχές του φθινοπώρου
κάτι έχω να σου πω
πως το στέμμα ήταν ψέμα
βασιλιάς δεν είμαι εγώ
και του ρολογιού η ώρα
ήταν ψέματα κι αυτή
σου ‘πα είναι εφτά και δέκα
κι ήταν δέκα και μισή.
Στις αρχές του φθινοπώρου
θα κλειδώσω δυο ζωές
τα κειδιά τους θα πετάξω
στου μεσημεριού το χτες
στις αρχές του φθινοπώρου
μη γυρίσεις να με βρεις
θα ‘χουνε αλλάξει όλα
σαν τα χρώματα της γης.
***
ΑΣΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Άσε το φθινόπωρο
γύρω σου να στρώσει
τ’ άνθη τα στερνά
μια ζωή πεθαίνει
μια ζωή περνά -
τάχα σε προσμένει
μια άνοιξη ξανά;
Άσε το φθινόπωρο
γύρω σου ν’ απλώσει
μια στερνή ευωδιά
μια φωνή σωπαίνει,
μια χαρά χαμένη
μέσα στην καρδιά -
τα στερνά τα φύλλα
παίρνει το φθινόπωρο
γύρω απ’ τα κλαδιά.
ΚΙ ΟΤΑΝ
Κι όταν φτάσει η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθει πάλι και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο ξαναφτάσει υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω,
δε θα περιμένω.
Kωνσταντίνος Χατζόπουλος
Κι όταν φτάσει η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθει πάλι και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο ξαναφτάσει υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω,
δε θα περιμένω.
Kωνσταντίνος Χατζόπουλος
***
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
Κώστας Ουράνης
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλιμες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου