Jules Supervielle
Μια ψάθινη καλύβα στην Παραγουάη Όπου θα περίμενα σε μιαν αιώρα Εκείνη που έρχεται συχνά, ολομόναχη. Ένα γκρίζο βόιδι θα περνούσε το κεφάλι του Μηρυκάζοντας μπροστά μου, Θα είχα όλο τον καιρό να το δω. Ένας σκύλος θα 'μπαινε διψασμένος Και τρέχοντας στον κουβά με το νερό μου Θα 'πινε εκεί, θα 'πινε, θα 'πινε. Στο τέλος θα με κοιτούσε Κι απ' την πλατιά και καθάρια γλώσσα του Σταγόνες θα 'πεφταν στη γη. Πουλιά θα κόβανε τη μέρα Της πόρτας με τα ζωηρά τους πετάγματα Κι ούτ' ένας άνθρωπος, κι ούτ' ένας άνθρωπος! Κι εγώ θα' χω ξεφύγει. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου