Σελίδες

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

                                  Jules Supervielle

Μια ψάθινη καλύβα στην Παραγουάη
Όπου θα περίμενα σε μιαν αιώρα
Εκείνη που έρχεται συχνά, ολομόναχη.


Ένα γκρίζο βόιδι θα περνούσε το κεφάλι του
Μηρυκάζοντας μπροστά μου,
Θα είχα όλο τον καιρό να το δω.


Ένας σκύλος θα 'μπαινε διψασμένος
Και τρέχοντας στον κουβά με το νερό μου
Θα 'πινε εκεί, θα 'πινε, θα 'πινε.


Στο τέλος θα με κοιτούσε
Κι απ' την πλατιά και καθάρια γλώσσα του
Σταγόνες θα 'πεφταν στη γη.


Πουλιά θα κόβανε τη μέρα
Της πόρτας με τα ζωηρά τους πετάγματα
Κι ούτ' ένας άνθρωπος, κι ούτ' ένας άνθρωπος!


Κι εγώ θα' χω ξεφύγει.


Χριστόφορος Λιοντάκης (επιμ.), 
Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης
μτφρ. Τάσος Κόρφης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου