Κάποτε, όταν μικρός περπατούσα
πάνω στα χώματα της γής
ξαπόστειλαν οι ιερείς
τρείς τρίαινες
και η ορφάνια σίγησε για μια στιγμή
από τα περίχωρα της ανθρώπινης ψυχής.
πάνω στα χώματα της γής
ξαπόστειλαν οι ιερείς
τρείς τρίαινες
και η ορφάνια σίγησε για μια στιγμή
από τα περίχωρα της ανθρώπινης ψυχής.
Ισα για να αντέξει λέξη προς λέξη
ζυγίζοντας το ανυπόφορο, να θυμηθεί
τι χρώμα έχει το ψωμί και η σάρκα αντιγύρισες
και έτσι με εσένα αντίβαρο στο μέσα μου
άνοιξα παρένθεση
νεοσύστατης αριθμητικής πράξης.
ζυγίζοντας το ανυπόφορο, να θυμηθεί
τι χρώμα έχει το ψωμί και η σάρκα αντιγύρισες
και έτσι με εσένα αντίβαρο στο μέσα μου
άνοιξα παρένθεση
νεοσύστατης αριθμητικής πράξης.
-Βαλτόχορτο αράδα συνοδοιπόρε
τρέχει στα κακοτράχαλα και έντεχνα μας καλεί
μα δείξε μου, απαίτησα
που γέρνει η πλάστιγγα
υπερασπιζόμενος το μίζερο μερδικό
απ’ αυτό που ακόμα μου ανήκει.
τρέχει στα κακοτράχαλα και έντεχνα μας καλεί
μα δείξε μου, απαίτησα
που γέρνει η πλάστιγγα
υπερασπιζόμενος το μίζερο μερδικό
απ’ αυτό που ακόμα μου ανήκει.
Όταν εσύ σιωπηλός με κοίταξες βαθύτερα
στις κόρες των ματιών μου
ζητώντας μονάχα θαλπωρή
και εγώ από ντροπή σκυφτός
ψάχνοντας στις άδειες τσέπες μου χωμένος
για πρώτη φορά αντίκρισα το βιός των πικραμένων.
στις κόρες των ματιών μου
ζητώντας μονάχα θαλπωρή
και εγώ από ντροπή σκυφτός
ψάχνοντας στις άδειες τσέπες μου χωμένος
για πρώτη φορά αντίκρισα το βιός των πικραμένων.
Λουκία Πλυτά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου