της Ιωάννας Α. Αγγελή
...να πνίγομαι μέσα στο θόρυβο των υπερφίαλων φωνών
και να ηττώμαι σε κάθε αιφνίδια επίθεση κενοδοξίας.
Τα μύχια μου να ξεριζώνονται από τους αήθεις ανέμους της αλαζονείας
και η καρδιά μου να πάλλεται άρρυθμα
μπρος την αρρώστια των άκαμπτων λόγων.
Ανερυθρίαστα να εισβάλλουν στα σπλάχνα μου αρνησίθεοι κλυδωνισμοί,
σαν Άρπυιες του παρελθόντος να ματώνουν τις ποθητές λαχτάρες μου.
Τα μάτια μου να χειμαρρίζουν δάκρυα και ευθύς να στερεύουν
απ’ τ’ αλάφιασμα των μικρών και στενών περασμάτων...
...και κάθε φορά που θρυμματίζομαι να ’ρχεσαι εσύ,
γοργά με την αέρινη κι ανάλαφρη περπατησιά σου,
ν’ απλώνεις σθεναρά το χέρι σου να με τραβήξεις ψηλά
σε καθάριους αγέρες, σε διάφανα νερά.
Να με σώσεις, να μ’ ανεβάσεις ως αγλάισμα μονάκριβο, διαλεχτό,
να μου φοράς στα μπερδεμένα μαλλιά μου άνθινες κορδέλες
και να με χορεύεις σε αυτοσχέδιο ερωτικό χορό.
Κι όλο να με ταξιδεύεις ψηλά,
σε αγνάντια μονοπάτια, σε καταγάλανα νερά.
Να αροτριούν τα βήματά μας κάθε πέρασμά τους πάνω στα χώματα,
να δένουν αρόδο οι ψυχές μας σε αλαργινά πελάγη
και να μένουν εκεί για λίγο, για πολύ, για μια στιγμή, για πάντα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου