Σελίδες

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Αύγουστος (Ποιήματα)



ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


ΔΟΡΑ ΜΟΑΤΣΟΥ


Σκορπά το κλήμα γύρω τους χυμούς του

Τρυγούν μέσα στ' αμπέλι τα σταφύλια.

Κι' απ' τη γυρτή του μπαλκονιού μας γρύλλια,
Μέσα σταπομεσήμερο τ' Αυγούστου,

Η μυρουδιά του πατημένου μούστου
Στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
Κ' ηδονικά χαϊδεύει μου τα χείλια 
Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του.

Τριγύρω μας απλώνει πονηρά
Τη μέθη με τα φλόγινα φτερά.
Δε φταίμε μεις αν μέσα στις καρδιές μας

Ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας...
Ζεστό τ' απομεσήμερο τ' Αυγούστου,
Μεθυστικιά κ' η μυρουδιά του μούστου.

                                    

************




ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ

Τα σταφύλια

Ο παππούς μου καθόταν στη μέση του χωριού.
Είμασταν όλοι γύρω του
παιδιά των γιων των ανηψιών και των γειτόνων
μες στην τελευταία ακτίνα του βλέμματος
που ολοένα βασίλευε την κόψη του
ξεραμένη πίσω από τους καταρράκτες.
Η μαύρη μάλλινη φορεσιά του.
Μπροστά του απλωνόταν ό,τι δεν θα μπορούσε τώρα
πια να δει, ό,τι ίσως είχε κάποτε δει
όσα είχαν περάσει.
Πίσω του βρίσκονταν όσα δεν θα 'βλεπε
ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει
το τέλος του καλοκαιριού που απομακρυνόταν
μες στο μέλλον.
Μας άγγιζε αν άπλωνε το μπαστούνι του
αν σηκωνόταν απ' την παλιά ξύλινη καρέκλα
ορθός μες στο σώμα του ήλιου.
Σε λίγο θα 'γερνε η δροσιά.
Καθόμασταν κουρασμένοι στο χώμα
η κάθε μια του μυρουδιά τσιμπημένη
από αεικίνητες κότες.
Του 'φεραν σταφύλια να δροσιστεί.
Σ' ένα τοσοδά πιατάκι
πιο μικρό απ' το άλφα του Αυγούστου
ένα μικρούτσικο τσαμπί ρόγες.
Ισως να το 'νιωσε απ' το θρόισμα των ματιών μας
που άγγιζαν λαχταριστά τα λίγα σταφύλια.
Τα 'κοψε ήσυχα ένα ένα και μας τα μοίρασε
ακουμπώντας τα στις απλωμένες παλάμες.
Γρήγορα θα περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού.
Πίσω μας τα φτυσμένα κουκούτσια των σταφυλιών
τσιμπολογούσαν οι σκοτεινές κότες της ηλικίας του.
Μπροστά μας οι παραλίες του μέλλοντος πλημμύριζαν
με τα σκληρά κύματα των τρυφερών μας βλεμμάτων.



***

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


Παραμονές Δεκαπενταύγουστου

Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ' τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα 'ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ωρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ' εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.

***
Ρένα Καρθαίου 

Αύγουστος

Στην κληματαριά του Αυγούστου ,
 το σταφύλι κάθε γούστου .

Φώτα παίρνει ρώγα ρώγα
στου μεσημεριού τη φλόγα .

Άσπρα , μαύρα τα τσαμπιά
κρέμονται  βαριά βαριά .

Για της Παναγιάς τη χάρη ,
μύρτα , σκίνα και θυμάρι .

Σαν ο ήλιος χαμηλώνει
την εικόνα της χρυσώνει .

Κι η σελήνη που ανεβαίνει ,
φωτοστέφανο θα γένει .

***

Ο Αύγουστος


του Οδυσσέα Ελύτη
 Ο Αύγουστος ελούζονταν
 μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του
έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν΄ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.
  
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου