Εγώ κι εσύ…
Και μια βροχή ανάμεσα μας να μουσκεύει τα ανείπωτα.
Πόσα πια υγρά, νερένια ανείπωτα κρέμονται απ’ τα πρόσωπα μας.
Στάλες που βαραίνει η σιωπή τους και κυλάει αργά, σα θλίψη σε μια σκουριασμένη, κάποτε λαμπερή βουή.
Και μια βροχή ανάμεσα μας να μουσκεύει τα ανείπωτα.
Πόσα πια υγρά, νερένια ανείπωτα κρέμονται απ’ τα πρόσωπα μας.
Στάλες που βαραίνει η σιωπή τους και κυλάει αργά, σα θλίψη σε μια σκουριασμένη, κάποτε λαμπερή βουή.
Κάποιος μιλούσε προχθές για το πάντα.
Μου ‘μοιασε η φωνή του με τη δική σου, μα υπόθαλπτε ακόμη όνειρα φρέσκα.
Δεν ήθελα να του ξεράνω τη λέξη.
Δεν ήθελα να την σφίξω μέσα στη μέγγενη του ανέφικτου.
Αργά ή γρήγορα θα την εύρισκε, θα τη φυλάκιζε το πεπρωμένο στη ποινή του μαρασμού.
Μου ‘μοιασε η φωνή του με τη δική σου, μα υπόθαλπτε ακόμη όνειρα φρέσκα.
Δεν ήθελα να του ξεράνω τη λέξη.
Δεν ήθελα να την σφίξω μέσα στη μέγγενη του ανέφικτου.
Αργά ή γρήγορα θα την εύρισκε, θα τη φυλάκιζε το πεπρωμένο στη ποινή του μαρασμού.
Μαζί και για πάντα…
Ηχούν βρεγμένα τώρα στα αυτιά μου, μακρινά και λασπωμένα τα φωνήεντα.
Τα σύμφωνα αντέχουν περισσότερο. Πιο σκληρά βλέπεις, πιο άκαμπτα, γυμνά από συναίσθημα, με σκληρές τις πατούσες, περπατάν μέσα μου ακόμη.
Ηχούν βρεγμένα τώρα στα αυτιά μου, μακρινά και λασπωμένα τα φωνήεντα.
Τα σύμφωνα αντέχουν περισσότερο. Πιο σκληρά βλέπεις, πιο άκαμπτα, γυμνά από συναίσθημα, με σκληρές τις πατούσες, περπατάν μέσα μου ακόμη.
Συναίσθημα, τι είπα τώρα….!
Μια θάλασσα κόκκινη, θαρρείς και τρεφόταν από τις χαραγμένες της ψυχής μου δονήσεις.
Θαρρείς και ξεχείλιζε απ’ τις μαχαιρωμένες αιώνων προσμονές, που σαν κύματα πορφυρά πέσαν από τους καταρράκτες των ματιών σου.
Μια θάλασσα κόκκινη, θαρρείς και τρεφόταν από τις χαραγμένες της ψυχής μου δονήσεις.
Θαρρείς και ξεχείλιζε απ’ τις μαχαιρωμένες αιώνων προσμονές, που σαν κύματα πορφυρά πέσαν από τους καταρράκτες των ματιών σου.
Συνυπεύθυνα ήταν τα μάτια σου, μην το αρνείσαι.
Και τι δεν έλεγαν καθώς κατρακυλούσαν με ορμή τη ροή τους πάνω μου.. μέσα μου…
ΤΟΤΕ που όλα αντηχούσαν αλλιώς.
ΤΟΤΕ που η οφθαλμαπάτη των στιγμών έκαιγε μια θημωνιά από ξερές, εύφλεκτες επιθυμίες.
Και τι δεν έλεγαν καθώς κατρακυλούσαν με ορμή τη ροή τους πάνω μου.. μέσα μου…
ΤΟΤΕ που όλα αντηχούσαν αλλιώς.
ΤΟΤΕ που η οφθαλμαπάτη των στιγμών έκαιγε μια θημωνιά από ξερές, εύφλεκτες επιθυμίες.
Βροχή να θρέφει το πυρακτωμένο… Τι μυστήριο αλήθεια…!
Μα έτσι ήταν..
Έτσι είναι και τώρα.
Έτσι είναι και τώρα.
Μόνο που τώρα είναι σιγανή ψιχάλα.
Απ’ αυτή που σε διαπερνούν και σε παγώνουν οι σταγόνες της.
Ακίδες ύπουλες μα αιχμηρές, σε ναυαγούν, του τέλους οι υγρασίες.
Απ’ αυτή που σε διαπερνούν και σε παγώνουν οι σταγόνες της.
Ακίδες ύπουλες μα αιχμηρές, σε ναυαγούν, του τέλους οι υγρασίες.
Είναι κι αυτοί οι καταραμένοι ρευματισμοί…
Από παιδί με διάβρωναν κάθε που στάλαζε πάνω μου η φράση..
Από παιδί με διάβρωναν κάθε που στάλαζε πάνω μου η φράση..
ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…
Με διάβρωναν και με έκαιγαν μαζί…..
Εσύ κι εγώ...
σε μια των ματιών ξεβρασμένη ακάνθινη συνουσία...
σε μια των ματιών ξεβρασμένη ακάνθινη συνουσία...
Μη με κοιτάς άλλο...
Θέλω να θρηνήσω στα στεγνά.. του τέλους την κορύφωση....
~ Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου ~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου