«Καλημέρα», είπε η Προσδοκία.
Είχε ντυθεί με τα καλά της.
Λουσμένη με έναν ήλιο επίχρυσο, μα τόσο αστραποβόλο,
ανέμισε ελπίδες, σκόρπισε χαμόγελα, φούντωσε πόθους στις κουρασμένες ματιές που την έγλειφαν λαίμαργα.
Είχε ντυθεί με τα καλά της.
Λουσμένη με έναν ήλιο επίχρυσο, μα τόσο αστραποβόλο,
ανέμισε ελπίδες, σκόρπισε χαμόγελα, φούντωσε πόθους στις κουρασμένες ματιές που την έγλειφαν λαίμαργα.
Ολοπόρφυρο το φόρεμα της θρόϊζε ξεχασμένες αισθήσεις.
Κι οι γερασμένοι λογισμοί αναθαρρήσανε.
Και την καλοδεχτήκαν.
Κι ανοίξαν στόματα ραμμένα.
Και τραγουδήσαν εύχαρα, χείλη μελανιασμένα.
Και την καλοδεχτήκαν.
Κι ανοίξαν στόματα ραμμένα.
Και τραγουδήσαν εύχαρα, χείλη μελανιασμένα.
Κι ανατολές σαλπάρανε, μέσα στου φουστανιού της τις θάλασσες τις άλικες ...
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
«Καληνύχτα», είπε η Αλήθεια με άηχη κραυγή και βλέμμα που αντηχούσε η αγωνία.
...«να προσέχετε τις μακιγιαρισμένες ξέρες»....!
...«να προσέχετε τις μακιγιαρισμένες ξέρες»....!
μα ούτε που την άκουσαν....
~ Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου ~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου