του Γεωργίου Αλεξανδρή
Γύμνωνε τη
νύχτα κι έντυνε τη σιωπή.
Έβαφε τη
μοναξιά με αισθήσεων αντιφωνήσεις,
και μάθαινε
των αστεριών να συλλαβίζουν φως.
Τον έρωτα
στάλαζε, και ψιθύριζε στη ζωή,
γυμνή να
χορέψει στ’ ουρανού το μπαλκόνι,
να έχει δρόμους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.
Μα εμείς,
κατηφορίσαμε στις μικρές μας ώρες,
κορφολογήσαμε
απ’ τις αθώες μνήμες
και
κινήσαμε απαίδευτο θρήνο της ψυχής.
Έσυρε ο νους
τις πεθυμιές στο φόβο,
μισές πνοές
μας χάλκευαν άδεια στήθια
κι έγιναν
σπάραγμα τα εγκώμια του λάμπους.
Φτάσαμε χωρίς
προσδοκία στο λυκαυγές
και
γείραμε σε ασχημάτιστη ευχή,
γιατί τα χέρια
μας δεν έσμιγαν ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου