του Γεωργίου Αλεξανδρή
Μου ’λεγες για
τις αλήτισσες μέρες που έζησες,
για τις
τσιγγάνες νύχτες στις οποίες δραπέτευσες,
δείχνοντάς
μου παλιές εφηβικές φωτογραφίες.
Μου ιστορούσες
για τα κρυφομιλήματα της νύχτας,
τότε που
τραβιόσουν στις πιο απόμερες γωνιές του νου
και τον
άφηνες να σε ταξιδεύει ύποπτος κι ανυπάκουος
πέρα απ’ το
φόβο της βεβαιότητας και του κενού,
μόνη,
ολοκληρωμένη με της γης τις αισθήσεις.
Με οδήγησες
μπροστά στο κατώφλι της ψυχής σου
και μ’ άφησες
στη μισάνοιχτη πόρτα να διακρίνω
στις
αναδυόμενες μνήμες σου τις δικές μου προσδοκίες.
Σου έπιασα το
χέρι να μείνει η πόρτα ανοιχτή
κι απ’ το
βάθος ένας μεθυσμένος και βίαιος ήλιος
μας
πυρπολούσε ανελέητα και μας συνέτριβε.
Κοιταχτήκαμε
ανυπόκριτα στη γλύκα της αθωότητας
ζητώντας
δικαιοσύνη και έλεος που είχαμε ανακαλύψει
τους εαυτούς
μας, ο ένας στη σκέψη του αλλουνού.
Ευτυχήσαμε.
Μοιάζαμε κι οι δυο πυρπολημένες πόλεις.
Έτρεμες και
βιαζόσουν να μοιραστείς
τον χρόνο που
έφευγε νερό απ’ τις ανοιχτές σου χούφτες,
να προλάβεις
να μου πεις πως ανακάλυψες ότι υπάρχεις
διάτρητη μέσ’
από πρωτόγνωρες σκέψεις και αισθήματα
και να
παραδεχθείς πως πρώτη φορά
αισθάνθηκες
τόσο όμορφα έτσι ανυπεράσπιστη.
Σπαραγμός
και οδύνη οι αναμνήσεις και οι προσμονές
τότε που
άνοιγα τα χέρια μου και μ’ ένα τραγούδι
θαρρούσα πως
αγκάλιαζα τη γη.
Τώρα κομμάτια ο πόθος στο γύρισμα της μέρας
και θρύψαλα η
κρυφή γοητεία της νύχτας
καθώς έχασα
την αρχή στο μικρό μου τ’ αλώνι
και τόλμησα
στα τόσα σταυροδρόμια των ματιών σου
να πω με
βεβαιότητα πως υπάρχω.
Μας
πυρπολούσε ένας μεθυσμένος και βίαιος ήλιος
και μας
σαϊτευε ένας κόκκινος μικρός θεός.
Oμολογήσαμε
ο καθένας την παρουσία του άλλου,
έγινε η στιγμή
αιωνιότητα κι ανάγκη
κι αφήσαμε το
χθες μας στη συντριβή.
Πυρπολημένες,
διαγουμισμένες πόλεις κι αγύρτισσες ψυχές
που
γκρεμίζουν για να κτίσουν που πεθαίνουν για να αναστηθούν
θέλαμε να το
πούμε δυνατά με μια κραυγή.
Το κρατήσαμε
όμως μόνο για μας. Το υποσχεθήκαμε.
Και το σφραγίσαμε μ’ ένα φιλί. Το πρώτο μας φιλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου