«Με γέλασαν τα
πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια
Με γέλασαν κι
μου 'πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το
σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν
το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο
να 'ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν'
μαύρα φορά, μαύρο κι τ' άλογο του.
Ζυγώνω κι τον
αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε
μ' άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι
πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για
να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω
και τη Δευτέρα
το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ'
έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του
χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ'
αφήνει να 'ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού
για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη
Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου