Μέσα στον όλεθρο τύχη, φυγή στην Τουρκία.
Πρόθυμοι βρέθηκαν διακινητές-
με την Ελλάδα δεσμοί μας, παλιά ιστορία-
μ’ ένα μπαξίσι γερό, στις ακτές.
Αργοκινήσαμε είκοσι, σάπιο καΐκι,
χρήμα ετών, ο βαρκάρης στυγνός,
νύχτα και άγρια βράχια, το σκάφος βαρίδι,
πάλη στο κύμα, ο τάφος υγρός.
Δώδεκα μέσα στα άπατα του Αιγαίου
πίσω ο πόλεμος, μπρος ο πνιγμός,
μία πατρίδα στα νύχια αγρίου δικαίου,
μόνος κυρίαρχος ο κυνισμός.
Πέντε δικούς μου αφάνισαν μες στο χωριό μας
ξένοι φονιάδες, αδρός ο μισθός,
λόγια ωραία, παγκόσμια, για το καλό μας,
έωλος, όπως και πάντοτε, ανθρωπισμός.
Τώρα εδώ, σε στρατόπεδο, μέσα στο σύρμα,
σαν τον αιχμάλωτο να καρτερώ,
κάποια μικρή μού ’χει μείνει ελπίδα,
αν και με βλέπουν πολλοί σαν εχθρό.
Ξέρω που είμαι για σας απροσκάλεστο βάρος,
δεν σας ζητώ να καθίσω εδώ,
μες στη Συρία θερίζει ο χάρος,
μια προστασία γυρεύω για λίγον καιρό.
-------
Τι εξυφαίνεται μες στα γραφεία θανάτου;
Ποιος ο επόμενος στόχος-λαός;
Τίνος θα γίνουν βορά στο Μολώχ, τα παιδιά του;
Πού να ρωτήσεις ποιος είν’ ο καλός;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου