Σελίδες

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΠΕΖΟΥΛΕΣ

της Ρούλα Τριανταφύλλου

Τον βλέπαμε τ' απογεύματα να κάθεται στην πεζούλα της αγίας Παρασκευής. Μετρούσε τους περαστικούς. Το εκκλησάκι είναι δυο βήματα από το σπίτι του. Κάθε μέρα ,πρωί- απόγευμα, πήγαινε ν' ανάψει τα καντήλια.Μετά, καθόταν στην πεζούλα να χαζεύει τους περαστικούς. Σχεδόν απέναντι από την αγία Παρασκευή, στο μαγαζί της Χρυσούλας, η πεζούλα που μαζεύονται οι γυναίκες της γειτονιάς.Έπιαναν την κουβέντα και άρχιζαν από το τι καιρό θα κάνει ,τι μαγείρεψαν,αν ήρθε ο αγροτικός γιατρός, ή πότε θάρθει, πόσα φάρμακα παίρνουν και κατέληγαν στο ποιος παντρεύτηκε, ποιος χώρισε, ποιος πέθανε και ποια περιμένει παιδί. Όλα τα νέα και παλιά του χωριού τα μαθαίνανε στις πεζούλες του.Εκεί οι χαρές,οι λύπες,τα βάσανα τους.Τα περισσότερα σπίτια και τα λιγοστά μαγαζιά,κάθε γειτονιά, κάθε σοκάκι έχει την δική του πεζούλα.Έξω απ' το παλιό μπακάλικο, η πεζούλα που περιμένουν τον ταχυδρόμο,αλλά και τόπος συνάντησης των ανδρών.Εκεί περίμεναν τον κυρ Ανδρέα, να ανοίξει το μπακάλικο.Όχι για τα ψώνια τους.Το μπακάλικο και η πεζούλα του ήταν η ''Βουλή'' του χωριού.Εκεί μιλούσαν για όλους και για όλα.Τώρα,το μπακάλικο δεν υπάρχει.Ο κυρ Ανδρέας έφυγε κι αυτός.Έτσι, έκλεισε και η μικρή ''Βουλή''. Στου φούρνου την πεζούλα, περιμένουν τον ψαρά και τον μανάβη. Εκτός από τις δουλειές,πάλι οι γνωστές συζητήσεις.
Οι πεζούλες,εκτός από να μαζεύονται οι γυναίκες και οι άντρες του χωριού, είναι και για να ξεκουράζονται οι περαστικοί και όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Ιδίως ,όλοι αυτοί που ανέβαιναν από τον δρόμο της αγίας Τριάδας. Να ξαποστάσουν οι γεροντότεροι να πάρουν μια ανάσα. Το χωριό είναι ορεινό, με πολλές ανηφοριές και κατηφόρες.
-Αχ αυτές οι ανηφόρες πως μας δυσκολεύουν, πονάνε τα πόδια ,τα γόνατα .
-Και να έχεις τους γιατρούς, να σου λένε: Να περπατάς σε ίσιο δρόμο μη κουράζεις τα πόδια σου.
- Μα που να τους βρούμε τους ίσιους δρόμους γιατρέ μου; το χωριό μας όλο ανηφόρες είναι.
Τον χειμώνα, οι δρόμοι έρημοι και άδειες οι πεζούλες.
Αυτό το χωριό, ζωντανεύει με τον ερχομό της άνοιξης.
Του καλοκαιριού, τον ερχομό των συγχωριανών από την Αθήνα και φυσικά με τους τουρίστες.
Γεμίζουν οι δρόμοι , τα σοκάκια και τα καλντερίμια με φωνές και γέλια .
Ζωντανεύουν κι αυτοί και οι πεζούλες.
-Όλες οι φυλές του ''Ισραήλ '' περνούν από το χωριό μας.
Φέτος, η πεζούλα της αγίας Παρασκευής, θα είναι άδεια.
Ο μπάρμπα Δημήτρης έφυγε. Κανείς δεν θα μετράει τους περαστικούς, από την πεζούλα της αγίας.
Κανείς δεν θα χαίρεται γι' αυτούς που θα μπαίνουν στο μικρό εκκλησάκι .
Άλλοι για να προσκυνήσουν και άλλοι έτσι, από περιέργεια να το δουν.
Την χαρά που έπαιρνε ο μπάρμπα Δημήτρης όταν μετρούσε τα λίγα χρήματα -που έριχναν στο κουτί για το κερί- κανείς δεν θα είναι εκεί να την μοιραστεί μαζί του.
Κανένας δεν θα μετράει τους περαστικούς και πόσοι μπήκαν ν' ανάψουν κερί.
Ο μπάρμπα Δημήτρης, κάθε φορά που έβλεπε τον παπά του χωριού, με χαρά του έλεγε: Πέρασαν παπά, τρεις ξένοι και άναψαν κερί ,μπήκαν και δυο-τρεις δίχως ν' ανάψουν.
Να δούμε παπά τι θα έχει το κουτί μπας και μπορέσουμε να βάψουμε την εκκλησιά μεθαύριο για το πανηγύρι.
Αυτό το μεθαύριο ,ήταν για τον Ιούλη που γιορτάζει η αγία.
Μα η έγνοια του μπάρμπα Δημήτρη για την γιορτή και της ανάγκες της μικρής εκκλησίας, κρατούσε όλο τον χρόνο.
Δυο και τρεις εβδομάδες νωρίτερα από την γιορτή της αγίας, καθόταν στην πεζούλα να γυαλίσει τα μανουάλια και τα καντήλια.
Ο μπάρμπα Δημήτρης ήταν ένας απλός νησιώτης.
Ήταν ένας παλιός άνθρωπος του χωριού.

Τον βλέπαμε στην πεζούλα να μετράει τους περαστικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου