του Άγγελου Λάππα
Ο πατέρας μου
δε φοβόταν να πεθάνει.
Ήταν ο μόνος
άνθρωπος που ήξερε ότι θα πεθάνει.
Συνήθως οι
άνθρωποι μέσα στα αγγελτήρια του θανάτου των άλλων
βεβαιώνονται
για την αθανασία τους
κι ας
θρηνολογούν με κατήφεια
για το εφήμερο
της ζωής
για το
αναπότρεπτο του θανάτου.
Είναι σα να
έχουν την αίσθηση πως θα του ξεφύγουν.
Ο πατέρας μου
περίμενε το θάνατό του τραγουδώντας
έπινε κάθε
βράδυ μια κούπα κρασί
κάπνιζε το
τελευταίο τσιγάρο
και ευχόταν
«καλό ξημέρωμα»
εκείνος μόνο
ήξερε πως το ευχόταν για τους άλλους.
Λυπόταν τους
ανθρώπους
δεν ήθελε να
πεθάνει κανείς έξω από αυτόν.
Μου το
ψιθύρισε εκείνο το τελευταίο του ξημέρωμα:
«Να εύχεσαι
για τους άλλους, γι' αυτό να ζεις».
Έκλεισαν τα
μάτια κι έμεινε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο
κάμπος
πνιγμένος στα ασπρολούλουδα
και μια σιωπή
γιομάτη φως
όπως τότε
ιδρωμένο
κατακαλόκαιρο
σαν μου άνοιγε
μονοπάτι να φτάσουμε
εκεί που
ακούγονταν τα τραγούδια των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου