Ένας κυπραίος Αλαντίν που ήβρεν
το λυχνάρι,
του Ντζίνι μέσα πό ’φκηκεν,
εζήτησέν του χάρη:
- Ντζίνιν, αντίς για χάρες τρεις,
που μού ’πες να ζητήσω,
δκυό χάρες μόνον σου ζητώ, την
μιάν θα την αφήσω.
Δεν θα ζητήσω, με γρουσόν, με
μάλια, με αστέρκα,
μόνον να μ’ έσιεις υγιήν, νά ’χω
τα δκυό μου σιέρκα,
τζιαι μιάν δουλειάν να μάχουμαι,
νάν’ του μεροκαμάτου,
’φού τ’ άδρωπου το καθισιόν χαλά
τον τζι’ ’έν φελά του.
Άδρωπον π’ ’όν έσιει δουλειάν,
τρώει τον το σαράτζιν,
εν το βλαντζίν τ’ ολόμαυρον τζιαι
στην καρκιάν φαρμάτζιν.
Μιάς τζι’ έτυχέν μου, Ντζίνιν
μου, τζι’ επλάστηκες ομπρός μου,
να σιαίρεσαι τα γρόνια σου,
δουλειάν τζ’ υγείαν δώσ’ μου!
Κυριάκος Κατσιαντώνης
05 Φεβράρη, 2014
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου