Μάνα, δεν
ήσουν τόσο άσκημα πέρσι.
Τα μαλλιά σου
ήταν μακριά και μαύρα.
Μα πότε έπεσε
στα μαλλιά σου
Αυτό το
ακατάλυτο χιόνι;
Πώς βρέθηκε
στην καρδιά σου
Ετούτη η
μανιασμένη, άσβεστη φλόγα;
Μάνα, δεν
είσαι χειμώνας
Γιατί φέρνεις
το χιόνι και την πέτρα;
Πώς γίνεται
εσύ να πίνεις
Την τελευταία
γουλιά του εαυτού σου;
Λες και
γύρισες από την κόλαση
Παρέα μ’ ένα
μαύρο σύννεφο.
Τα ρόδινα
χείλη σου γέμισαν ρυτίδες
Που θάβουν το
χαμόγελο.
Μάνα, μήπως
γυρεύεις τον εαυτό σου;
Ποιος σ’
έκλεψε από τον εαυτό σου, μάνα,
Τα μάτια σου
γυρεύουν την όρασή σου
Τ αυτιά σου
ποθούν την ακοή σου
Η γλώσσα σου
νοσταλγεί τη φωνή σου
0 λαιμός την
ανάσα σου
Η ψυχή σου,
είσαι ζωντανή, γυρεύει τη ζωή σου;
Μακάρι να μη
σ’ έβλεπα έτσι
Δεν ήσουν τόσο
άσκημα πέρσι.
Εγώ είμαι,
μάνα,
Γνώρισέ με, σε
παρακαλώ.
Είμαι η όραση,
η ακοή σου, η φωνή σου.
Ανάσανέ με, με
τους βάθους σου στεναγμούς
Άσε με να σου
δώσω το αίμα της καρδιάς μου.
Μάνα, μη φεύγεις σε παρακαλώ!
Περίμενε
Περίμενε μαζί
μου
Περίμενε ως
αύριο!
Ο Καμάλ
Μιροντέλι γεννήθηκε στο Νότιο Κουρδιστάν το 1951
το ποίημα το διαβάσαμε και το αντιγράψαμε από τον ιστοχώρο: http://www.cemilturan.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου