Ο Δήμος ο
σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και
δέρνει αλύπητα
τη μάννα που
τον ‘γέννα.
Ως που μια
μέρα η δύστυχη,
μες του καημού
το βάρος,
πικρά τον
καταράστηκε:
- Που να σε
κόψει ο Χάρος!
Το λόγο δεν
απόσωσε
να κι η κατάρα
πιάνει,
να τον κι ο
Χάρος πούρχεται
με κοφτερό
δρεπάνι.
Τα κόκκαλά του
τρίζουνε
τα μάτια
αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα
χνώτα του
του λιβανιού
μυρίζουν.
- Κυρά, το
Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε
Χάρο
πούναι τον,
μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να
τον πάρω;
- Παράκουσες,
κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του
Δήμου!
Εγώ για μένα
σ’ έκραξα,
όχι για το
παιδί μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου