Σελίδες

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Δικαιοσύνη….

Χρήστος Κουκουσούρης 
Το μεγαλείο της λέξης
η δύναμη της ψυχής
το ελιξίριο της ζωής
η ελπίδα του κατατρεγμένου,
του αδικημένου,
του κατακερματισμένου ανθρώπου,
η ελπίδα του άμοιρου
που πολλές φορές αργεί…
Εγώ ακόμα υπάρχω…

[Μη μου μιλάς άλλο γι' αγάπες]

του Χρήστου Κουκουσούρη 


Μη μου μιλάς άλλο γι' αγάπες, κουράστηκα.
Μίλα μου για τα όνειρα που θα ήθελες να ζήσεις.

Είμαι ξεναγός...

ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΣΤΟ ΑΙΣΧΟΣ…!

 …του ΠΕΤΡΟΥ Β. ΚΟΥΡΤΗ

Ακόμα στο λήθαργο
Στο λήθαργο της συμφοράς
Της κτηνωδίας
Κοιμούνται…!
Πέρσι είχε τη σειρά του ο φίλος μου
Και ο φίλος του φίλου μου
Όπως και η παρέα τους
Η άπληστη στην τρέλα
Η ακόρεστη
Στην απληστία της μετάλλαξης
Της μετάλλαξης σε κτήνη
Σε ζώα
Κι μαζί τους κι εγώ
Ο αδιάφορος
Ο αρμόδιος να ψηφίζω νόμους
Σε κωλόχαρτα
Νόμους θωπευτικούς
Θωπευτικούς για τη βρωμιά
Στο όνομα της δημοκρατίας
Ενώ εσύ διάβαζε «αναρχίας»
Να πουλάνε τα παιδιά τους
Οι μέγαιρες της εποχής μας
Με τους πατεράδες να τα βιάζουν
Ενώ εσύ, διάβαζε κτήνη
Φίλε μου
Νόμοι του εωσφόρου
Να κλέβουν και να εξαφανίζουν το παιδί σου
Όπως τον Ά Λ Ε Ξ
Να παντρεύεται η φίλη, τη φίλη της
Να παντρεύεσαι το φίλο σου
Τη βρωμιά του
Τη δυσωδία του
Και ας είναι αφύσικο
Να υποχρεώνει το παιδί σου να υποκύψει
Να παραδοθεί
Στα κτήνη
Με τους νόμους της ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Να πλένονται στα δάκρυα
Των άμοιρων παιδιών
Εκεί στα φανάρια της συμφοράς
Αυτών που κάποτε
Ναι, κάποτε
Θα τους προετοιμάσουν τα φέρετρα
Της ευτυχίας.

Ο ΗΛΙΟΣ ΜΟΥ EIΣAI…!


Το κάθε σου χαμόγελο, ζωή μου
Μια λάμψη στην ψυχή μου.
Το κάθε σου μειδίαμα
Ένας ήλιος στη ζωή μου.
Η κάθε σου γλυκιά λαλιά
Ένα ταξίδι στην ψυχή μου
Στην Άβυσσο του έρωτα
Καρδιοχτυπάς μαζί μου
Και με τον κάθε ψίθυρο
Στολίζεις τη ζωή μου.

Άγνωστη για μένα η χειμωνιά
Στις μέθης το κρεβάτι, στην ηδονή
Σαν έχω εσένα γλυκιά μου αγκαλιά
Στου έρωτα τη γλύκα, στο φιλί ; !
Ήλιος μου είσαι,
Αστέρι μου λαμπρό
Άγγελε της καρδιάς μου,
Σ’ ΑΓΑΠΏ.


ΑΓ: ΣΑΡΑΝΤΑ (νοσοκομείο)

14.05.1974

Ω, ΑΓΕΡΩΧΑ ΒΟΥΝΑ ΜΟΥ…!

του   Πέτρου Β. ΚΟΥΡΤΗ
Ω, αγέρωχα βουνά της πατρίδας μου
Ω, Μάρτυρες
Με τις ανοιχτές πληγές σας να στάζουν αίμα
Να ανατριχιάζει η δόλια μου ψυχή
Σαν ρίχνει το δακρυσμένο βλέμμα της
Νύχτες και πρωινά
Στη μακάβρια σιγαλιά του αίματος
Κι ας ακούει τις κραυγές των παλικαριών
Αέρααααααα παιδιάααααααααα!
Εκεί στα εκατοντάδες μνημεία της δόξας

Ω, βουνά μου αγέρωχα
Που η ακόρεστη ψυχή μου
Δεν σας χόρτασε ποτέ
Βάρβαροι και ανάλγητοι δαίμονες
Σκόρπισαν την άγρια κατεκνιά μπροστά μου
Με τους σωρείτες πίσω μου να με σπρώχνουν
Στα Τάρταρα του Άδει
Όπως τον Ιαπετό
Και τώρα υποκλίνομαι σε Σένα με δέος
Θεά μου ξακουστή
Στο δόρυ σου το αστραφτερό
Ολύμπια θεά μου Αθηνά
Ω, θεά της δόξας...…
Σωτήρα της φυλής μου
Και ήρθε τώρα η στιγμή
Ω, δοξασμένη
Και πάλι να δοξάσεις το σπαθί σου
Όχι με αίμα

Με τις διάσπαρτες Αμφιπόλεις που τυφλώνουν «τους τυφλούς...»

Ω ΠΑΤΡΙΔΑ!

του Άρη Άλμπη 

Ω Πατρίδα ρημαγμένη,
ω Πατρίδα τραγική,
ω Μητέρα προδομένη,
απ’ ανεύθυνο παιδί.

Χρόνια βλέπω τις πληγές σου
και αδιάφορα κοιτώ,
πάν’ απ’ όλα οι δουλειές μου,
το συμφέρον το στενό.

Σου ζητούσα να μου δίνεις
επιδόματα, μισθούς,
λες και είχες να πουλήσεις
σωρευμένους θησαυρούς.

Διάλεγα τους βασιλείς σου
που μου έταζαν πολλά,
βρίσκαν άδειο το πουγκί σου
και ζητούσαν δανεικά.

Για να τους ξαναδιαλέγω
μου χαϊδεύανε τ’ αυτιά
κι έκανα πως δεν τα ξέρω
άλλα έργα στα κρυφά.

Μάζευα και υποσχέσεις
να βολέψουν τα παιδιά                       
και με ταπεινές προθέσεις
τους επέλεγα ξανά.

Έβλεπα τις αδικίες,
ανισότητες, κλεψιές,
είχαν γίνει πια συνήθειες,
κάπου ήταν βολικές.

Και οι άλλοι που δε θέλαν
βασιλιάδες να στεφθούν,
παρά μόνο να φωνάζουν
και να σε πετροβολούν,

σε αγώνες με καλούσαν
μόνο να διεκδικώ,
σ’ αδιέξοδα ωθούσαν.
Δρόμοι, πλοία, ρημαδιό.

Όταν έπαιρνες χρυσάφια
στων γηπέδων τις γιορτές,
πατριώτης για τα βάθρα
με σημαίες κι ιαχές.

Στων ακραίων τις δηώσεις,
στις κραυγές φανατικών,
άβουλος, σαν ιδιώτης
σε εξέδρα θεατών.

Κάποιοι συνετοί φωνάζαν
ότι πλέουμε στραβά,
αλλά γραφικούς τούς βγάζαν
και τους πνίγαν στα μουγκά.

Και αναζητώ τους φταίχτες
για τα λάθη μου του χτες,
τάχα συνωμότες κλέφτες,
τοκογλύφοι δανειστές.

Σήμερα ξανά σε στέλνω
στης Ευρώπης τις αυλές,
με το χέρι απλωμένο
για να ζήσω όπως χτες.

Τώρα πια ποιους να διαλέξω
που οι άξιοι σιωπούν,
χρόνια στη γωνιά τούς έχω
κι οι ασήμαντοι μιλούν.

Ω Πατρίδα λαβωμένη,
από φίλια πυρά,
κάποτε ανδρειωμένη,
τώρα μες στην καταχνιά.

Πόσους στίχους να σου γράψω,
είναι τόση η σκουριά,
τι να πρωτοπεριγράψω,
τι να πω και στα παιδιά.

Τύψεις μ’ έχουν περιζώσει
στις ευθύνες μου μπροστά,
πλούτο μέγα μου ’χεις δώσει,
σου χρωστώ τόσα πολλά!

Εξουσία 1

του Άλμπη Άρη

Για ό,τι κάνω να μ’ επαινούν,
για ό,τι λέω να με θαυμάζουν,
για ό,τι προτείνω να μ’ επευφημούν,
για ό,τι προσφέρω να μ’ εγκωμιάζουν.

Να με θέλουν, να με λογαριάζουν, να με προτιμούν,
να με ξεχωρίζουν, να με δοξάζουν, να με υμνούν.
                                                                       
Και μέσα από δάφνες, θυμιατούς κι εμβλήματα
ν’ ακούω διθυράμβους,

να περπατώ, να χαιρετώ, να ζω μες στους θριάμβους.

το διαβάσαμε: http://arisalbis.blogspot.com/

Χαλινάρι

του Άλμπη Άρη

Άλογο το συναίσθημα που εύκολα αφηνιάζει,
δύσκολα τιθασεύεται και θέλει να καλπάζει, 
θυμός, οργή, ενθουσιασμός, έρωτας, πόθος, λύπη,
πάθη πολλά, συχνά πυκνά, γεμάτα καρδιοχτύπι.
                              
Αν τ’ άλογό σου αφεθεί χωρίς το χαλινάρι,
και μοναχό του πορευτεί, άβουλε καβαλάρη,
το να γλιτώσεις μια και δυο, θα είναι μόνο τύχη,
ή θα σε ρίξει στο γκρεμό ή άλλους θα κλωτσήσει.

Αν το μυαλό με σύνεση κρατά το χαλινάρι,
ήρεμος είναι ο καλπασμός, ώριμε καβαλάρη.
Μ’ αν το κρατάς πολύ γερά, το άλογο δε φεύγει,
φτωχή και μίζερη η ζωή και νόημα δεν έχει,
πέτρινος πια κι απόκοσμος γίνεσαι αναβάτη,
θα βλέπεις το συνάνθρωπο μονάχα απ’ την πλάτη.

το διαβάσαμε: http://arisalbis.blogspot.com/

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ζείδωρες Πνοές

του Δημήτρη Τριαντακωνσταντή 

Στάχτες
πότισαν με αίμα το σανίδι
Έρωτας
έσταξε φωτιά μεσ’ στο γρασίδι

Χάος
απλώθηκε στου ουρανού το δακτυλίδι
Ιούδας
ξέμεινε τα αστέρια να προδίδει

Άνοιξη
βάλθηκε ζείδωρες πνοές να μεταδίδει
Άρωμα
από παράδεισο άρχισε να αναδίδει

Φως
το σκοτάδι του νου τολμά δειλά να αποδίδει
Νίκη
του θανάτου η αιωνιότητα διαδίδει
και Ζωή
σε άψυχες ψυχές ο ήλιος δίδει

Αη Δημήτρη μου εσύ

του Δημήτρη Τριαντακωνσταντή

Αη Δημήτρη μου εσύ
που ανθίζεις μεσ’ τα κρύα
τη μυρωδιά σου την βουβή
τα κρίνα έχουνε κλέψει

Έλα να στολίσεις το χειμώνα μου
που ρέει στο κορμί μου
για να ζηλέψει η άνοιξη
το χρόνο να πλανέψει

Μες στην καρδιά μου σαν κρυφτείς
δεν θα σε προδώσω πάλι
γιατί τα αγκάθια έδιωξα
άφησα μόνο εμένα

Τώρα μπορώ να ζω
στο άνθος σου να ελπίζω
στην παραδείσια άβυσσο
τα χνάρια μου να αφήνω

Κι όταν θα τρέχεις μακριά
στα πέρατα του απείρου
θα έχω αποδράσει απ’ τη γη
στον ίσκιο σου θα φεύγω

Πέρα απ’ το μυαλό μου

Πέρα απ’ το μυαλό μου
είσαι εσύ
πέρα από το άπειρο
είσαι εσύ
μέσα στο μηδέν
ξανά εσύ
κι εγώ να ψάχνω ουρανό
για να χωρέσω εσένα
που δεν χωράς στο χώρο.

Φωτιές φωτιές

του Μίκη Θεοδωράκη 

Φωτιές φωτιές μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς παλληκάρι μου.

Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.

Ήσουν ήλιος ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τα `σκιασ’ η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.

Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο συ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.


Το φεγγάρι κάνει βόλτα

του Μίκη Θεοδωράκη 

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
στης κυράς μου τα μαλλιά

Παίξε Τσιτσάνη μου
το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Τσιτσάνη μου
το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά

Το φεγγάρι κάνει κύκλο
στης κυράς μου τη καρδιά

Παίξε Ζαμπέτα μου
το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Ζαμπέτα μου
το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
μα η κυρά δε μ’ αγαπά

Παίξε Γρηγόρη μου
το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Γρηγόρη μου
το μπουζουκάκι
να ξεχαστούνε τα παλιά


Το παλληκάρι

του Μίκη Θεοδωράκη 

Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλληκάρι στη δουλειά στο σπίτι παλληκάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου κι έκοβες το φεγγάρι
πώς σ’ έκοψε σαν λούλουδο ο Χάρος μια νυχτιά.

Κλαίνε οι τράτες κλαίνε τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλληκάρι στα κουπιά στο γλέντι παλληκάρι
οι κοπελιές κεντούσανε για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα, τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους, της βάζανε πανιά.

Κλαίνε οι ναύτες κλαίνε τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλληκάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.


Το μοιρολόι της Ηλέκτρας

του Μίκη Θεοδωράκη


Άιντε, άιντε μπρος
τράβα και κλάψε
και με το δάκρυ το πικρό
θα σου γλυκάνει ο πόνος.


Πυροβολήστε το χρόνο

του Μίκη Θεοδωράκη 

Πυροβολήστε το χρόνο
Σκοτώστε το χρόνο
Ο χρόνος εκτός νόμου!

Θέλω να στήσω το πτώμα του
Στην οδό Αιόλου

Πωλείται ο χρόνος
Σε τιμή ευκαιρίας
Στο Μοναστηράκι
Αγοράστε το χρόνο
Σε τιμή ευκαιρίας
Είναι φρεσκότατος!

Τον κυνηγήσαμε χθες, τον σκοτώσαμε χθες
Χθες, χθες, χθες
Από το χθες στο σήμερα
Που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά!


Καιρός να δεις

Του Μίκη Θεοδωράκη

Σου είπαν ψέματα πολλά,
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν,
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.

Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;

Καιρός να σταματήσεις,
καιρός να τραγουδήσεις,
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις,
καιρός να δεις.


Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Μες στα παραμύθια

της Λήδα  Χαλκιαδάκη 

Σαν παπαρούνα μες στον αγρό
σαν μικρό μικρό χελιδόνι
σαν τον αφρό της ακρογιαλιάς
σαν αστέρι στο κάτασπρο χιόνι.

Δεν ξέρω αγάπη πως να σε πω
με τι μοιάζεις πες μου στ’αλήθεια
κι αν ξεκινήσω πού θα σε βρω,
στη ζωή ή μες στα παραμύθια.

Σαν ένα όνειρο γαλανό
σαν σπαθί σε χέρι οργισμένο
σαν καταιγίδα στον ουρανό
σαν τραγούδι γλυκό μαγεμένο.

Δεν ξέρω αγάπη πως να σε πω
με τι μοιάζεις πες μου στ’αλήθεια
κι αν σε ζητήσω πού θα σε βρω,
στη ζωή ή μες στα παραμύθια.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ

 Ρούλα Τριανταφύλλου

Ο ήλιος έδυσε σε πορφυρό ορίζοντα.
Κλείνω τα μάτια.
Όλα, μένουν ίδια. Πάντα ίδια.
Τα χρώματα της ίριδας, του γιασεμιού το άρωμα.
Ο αντίλαλος της πέτρας.
Το τραγούδι των γάργαρων πηγών.
Ίδια.
Στων δέντρων τα φυλλώματα το στροβίλισμα τ' ανέμου.
Η μυρωδιά της νοτισμένης γης.
Το κελάηδημα του σπίνου.
Ίδια.
Τα γέλια των παιδιών στα ξέγνοιαστα παιχνίδια.
Οι φωτιές του Αϊ Γιαννιού, οι στάλες τις βροχής στη στέγη.
Ίδια.
Του φεγγαριού τ ’ασημένιο φως καθρεφτίζεται στο κύμα.
Σεντόνι στρώνουν νυφικό στον ουρανό τ’ αστέρια.
Ίδια.
Θυμάμαι εσένα.
Και την αυγή… η αλήθεια.
Δεν είναι τραγούδι πια η ζωή.
Οι στίχοι αυτοί από ξεχασμένο παραμύθι.
Αλλά τα βράδια -σαν κλείσω τα μάτια-
αιχμάλωτη η καρδιά και η ψυχή παραμιλούν
σε χρώματα ήχους αρώματα.
Τα βράδια όλα μένουν ίδια.
Πάντα ίδια.

ΦΤΙΑΧΝΩ ΜΕ ΧΩΜΑ ΔΥΟ ΠΟΥΛΙΑ



Άνθιμος Ιωάννου
Φτιάχνω με χώμα δυό πουλιά,
Κι΄ύστερα τα φυσάω,
Δίνω πνοή για να πετούν,
Και έτσι τα μεθάω,

Και φεύγουν για το άγνωστο,
Ελεύθερα να ζήσουν,
Κι΄εγω εκεί να καρτερώ,
Πως πίσω θα γυρίσουν,

Όμως αυτά ανεβαίνουνε,
Ψηλά πάνω στ΄αστέρια,
Θέλουν να δουν από εκεί,
Του πλάστη τους τα χέρια,

Μα δεν γυρίζουνε ξανά,
Να μπούνε μέσα σε κλουβιά,
Γι΄αυτό μακριά μου τρέχουν,
Γιατί δεν το αντέχουν,

Και συνεχίζω τότε εγώ,
Άλλα πουλιά να πλάθω,
Και να τους δίνω την πνοή...
Κι΄ύστερα να τα χάνω.....

Ο Έρωτας


Στ' αλήθεια πιστεύεις
ότι ο έρωτας τελειώνει
με την αγάπη ;
Λάθος
Ο έρωτας τελειώνει
με τον θάνατο
Η αγάπη λειτουργεί ως μεσάζων
για να είναι και αυτός ευτυχισμένος
< Τα ερωτικά >

Σπύρος Ποδαράς

~ Κρυφές χαρές ~


του Γιώργου Καραγιάννη

Τα βήματά μου σκούριασαν
μες στην αχλή του χρόνου…
Άλλο… δε θα κρατήσω!
Τις μνήμες που λημέριασαν
στ’ αζήτητα του πόνου,
θα βρω… να πυρπολήσω!
Κι αν κάποιες απ’ αυτές,
κρύβουνε κάποιες χαρές,
θα τις αναστήσω!

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

της Ρούλας Ιωαννίδου Σταύρου


Διέτρεξε το σώμα του 
με τη ταχύτητα του φωτός. 
Καρφώθηκε στη καρδιά 
και τον σκότωσε 
τον ποιητή.

ΚΑΤΕΙΛΗΜΜΕΝΗ

της Ιωαννίδου Σταύρου Ρούλα 


Έπειτα από ταξίδι δύσκολο και μακρινό 
έφτασε επιτέλους εκεί: στη καρδιά της!
Έκανε να περάσει.
Η πινακίδα τον σταμάτησε.
"Κατειλημμένη" έλεγε.

Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης: Βραβεία 1985

Α’ βραβείο: «Μελαγχολικές Κυριακές» (Χρήστος Δάλκος / Χρήστος Δάλκος), «Ελαφάκι μου» (Φωτεινή Βάζου / Θέμης Δημητρακόπουλος)
Β’ βραβείο: «Κάρμεν» (Φωτεινή Βάζου / Θέμης Δημητρακόπουλος)
Γ’ βραβείο: «Μονόλογος» (Δημήτρης Παναγόπουλος / Δημήτρης Παναγόπουλος), «Όνειρα χαμένα» (Πανίκος Χαραλάμπους / Πέτρος Γιαννάκης)

Βραβείο ερμηνείας: Ελένη Τσαγκαράκη (Σ' είδα στα σύννεφα να πετάς) – Γιώργος Χατζηαντωνίου (Κατηφορίζω)


***

Α’ βραβείο: «Μελαγχολικές Κυριακές» στίχοι:  Χρήστος Δάλκος

Μελαγχολικές Κυριακές
Όταν γυρνάς από εκδρομή
με κουρασμένο το κορμί
και ξαπλώνεις.

Μελαγχολικές Κυριακές

Όταν ακούς στα σκοτεινά
φωνές απ΄ τα ραδιόφωνα
και σωπαίνεις.

Μελαγχολικές Κυριακές

Μεσάνυχτα  στην Αχαρνών
να σαι 37 χρονών
εργένης.
Και μια ατέλειωτη βροχή
στου δυαριού την οροφή
να βαραίνει.

Μελαγχολικές Κυριακές.





Α’ βραβείο:«Ελαφάκι μου» στίχοι: Θέμης Δημητρακόπουλος

Μες στο δάσος περπατώ
λύκε λύκε είσαι εδώ;
Είμαι μόνος και φοβάμαι
τα θηρία μη με φάνε
Ελαφάκι μου μικρό
έλα μου να σε χαρώ•
άραγε με τι να μοιάζω
τόσο πια που σε τρομάζω
μωρό μου

Πάρε το τραγούδι αυτό
κρέμασέ το φυλαχτό
Δώσε μου κι ένα φιλάκι
δάγκωσέ με στο χειλάκι...

Πήρα την ομπρέλα μου
μες στην άγρια τρέλα μου
με έπιασε η βροχή στο δάσο
κι έμεινα ξανά στον άσο
Ελαφάκι μου μικρό
μη φοβάσαι τον καιρό
βγες απ' την κρυψώνα σου
κάψε το χειμώνα μου
απόψε

Πάρε το τραγούδι αυτό
κρέμασέ το φυλαχτό
Δώσε μου κι ένα φιλάκι
στο απάνω μου χειλάκι...

Πήρα την κιθάρα μου
μες στη σαστιμάρα μου
δεν λογάριασα το δράκο
κι έπεσα ξανά στο λάκκο
Ελαφάκι μου μικρό
πού ήσουνα τόσο καιρό;
Γέρασα γυρεύοντάς σε
μα ίσως μόνη σου κοιμάσαι
ακόμη...

Πάρε το τραγούδι αυτό
κρέμασέ το φυλαχτό
Δώσε μου κι ένα φιλάκι
δάγκωσέ με στο χειλάκι...

Μες στο δάσος περπατώ
λύκε λύκε είσαι εδώ;
Τώρα πια δεν σε φοβάμαι
φόρα το καπέλο σου και πάμε!




***

Β’ βραβείο: «Κάρμεν» ( στίχοι: Θέμης Δημητρακόπουλος)


***

Γ’ βραβείο: «Μονόλογος» ( στίχοι: Δημήτρης Παναγόπουλος)


Παράξενα συμπλέγματα με φυλακίζουν,
βαρύ το κλίμα γύρω μου κι η θέα μου θολή.
Παράξενες εικόνες με τυλίγουν,
με δένουν στο κενό τους, με σέρνουν σαν σκυλί.

Επώδυνα βιώματα ξανάρχονται εμπρός μου,
αναστολές παρείσακτες κι αισθήματα... ενοχής.
Θα τα πετάξω στη φωτιά, μήπως και βρω το φως μου
κι απ' όλους σας τους πάνσοφους, δε μ' έπεισε κανείς.

Μη μου μιλήσεις άλλο για χαρές που ξεπερνούνε το μυαλό,
γι' απόκρυφους παράδεισους κι εκείνα που δεν είδες.
Δε βγαίνει τίποτα ν' αλλάζουμε στο νου μας σκηνικό.
Μη μου μιλάς για προσμονές, μήτε για ελπίδες.

Αμόλυντα χαμόγελα με παρασύρουν,
σε δρόμους ατελείωτους, που οδηγούν μακριά.
Βλέπω χαρές εφήμερες να πάλλονται, να σβήνουν,
μα εγώ δεν έχω ανάγκη πια, καμιά παρηγοριά.

Μη ζητάς λοιπόν να γυρίσω πίσω,
μη ρωτάς αν βρίσκονται τα πόδια μου στη γη.
Πάει καιρός που έπαψα εγώ να τα ρυθμίζω.
τώρα η πορεία χαράχτηκε, δεν έχει επιστροφή.



***