Καθόταν ο
Ιησούς κοντά στο ποτάµι,
στη ρίζα ενός
δέντρου
και περίµενε
τη µητέρα του. ∆ίπλα στ’ αυτί του,
πάνω σ’ ένα
κλαδί, που η πνοή του φωτός
περισσότερο
παρά το
αγεράκι το σάλευε ανάλαφρα,
κελάηδαγε,
αµέριµνο, ένα πουλί.
Απ’ το ράµφος
του έσταζαν διάφανες τρίλλιες
στο ποτάµι που
κύλαγε. Χαµογελούσε
ο Ιησούς.
Περιµένανε τη
µητέρα του να τους φέρει
δυο δάχτυλα
µαύρο ψωµί. Η
ζωή είναι όµορφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου