της Λουκία Πλυτά
Άδικα πήγαινε
κάθε του λέξη.
Με σηκωμένο το
πέπλο
τράβηξε προς
τα ψηλά.
Ένα βελόνι
και μια στάλα
δαφνοστόλιστη κλωστή
του
χρειάστηκαν ν’ αντιληφθεί
ότι το πιόνι
γύρω από το
σκάκι ορέγεται να τριγυρίζει.
Στον λερωμένο
κήπο…
μεταμφιεσμένη
η ανάγκη, σε γιορτή
με άδειο το
βλέμμα σιγοψιθυρίζει…
…κι’ όσο
υπάρχει κάτι να πουληθεί
η θέα θα
περιορίζεται
κρατώντας
άνυδρους τους ηλιοκίονες.
…και όσο
υπάρχει κάτι ν΄ αγορασθεί
η θράκα
δυνατή θα
κρατά τη Φωτιά… μη σβήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου