του Κώστα Βάρναλη
I
Δεν είναι
αστάχια, μαλακό βελούδο να χαλάσεις,
δεν είναι
γαλανή αμμουδιά στην άκρη της θαλάσσης.
Είναι φωτιά
της Κόλασης, που ασάλευτον κρατεί με.
Αχ, έλα,
θύμηση παλιά, και πες μου συ, ποιός είμαι!
Πόσον καιρό τα
μάτια μου κλειστά κρατάν οι πόνοι!
Αχ, όσα τα
μερόνυχτα, τόσοι περάσαν χρόνοι!
Πάρε τη βόχα
γύρω μου, αεράκι εσύ βουνίσο.
Πώς ήθελα μιαν
πιθαμή μονάχα να κουνήσω!
Πώς ήθελα ώς
το κόκαλο, μπράτσα, να σας δαγκάσω,
παλιέ μου
πόνε, μ’ άλλο νιο να σε κατασιγάσω!
Μα ’χουν
στραγγίσ’ οι φλέβες μου, λυθήκανε οι αρμοί μου
κι όλο
βαθύτερα βουλιάει στο χώμα το κορμί μου.
Τα σωθικά μου
τ’ αδειανά η πείνα μπλιο δε σφάζει.
Ο θάνατος σα
θεριακή γλυκά μού τα μουδιάζει.
Εσκέπασε τα
μάτια μου ένα σύννεφο γαλάζο.
Πώς στο
μεσημεριάτικο τον ήλιο τρεμουλιάζω!
Κι όσο
χτυπάτε, δόντια μου, τόσο η καρδιά σιγάει.
Καλότυχοι
συντρόφοι εσείς, αναπαμένοι πλάι.
Κάποιοι
περνούνε σύθαμποι, λιγάκι τρέμουν, ίσκιοι
κι ύστερα
πέφτουν σταυρωτά, — βόλι καλό τούς βρίσκει.
Ελάτε, αέρες
δυνατοί, μπουνέντες και βοριάδες,
χοντρό χαλάζι
τ’ Απριλιού και πόταμοι βροχάδες,
πάρτε τη βόχα,
που νεκροί και ζωντανοί σκορπίζουν!
Όλ’ οι νεκροί
από μέσα μου περνούν και με σαπίζουν.
«Μανούλα μου!
Παιδάκι μου! Γυναίκα αγαπημένη!»
Μα το λαρύγγι,
αντίς φωνή, γαίματα μαύρα βγαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου