του Μανόλη Αναγνωστάκη
Η αγάπη είναι ο
φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν
τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους
πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας
σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τί κρατά
τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει
γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο
χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση
παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί
γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις
γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα
μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε
πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα
για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι
φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή
στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια
θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες
που δεν έχεις πια τί να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά
και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις
καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου
Απλές προθέσεις
ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι,
όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι
είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θά
’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιός θα
μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα
με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας
άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια
νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή
μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου