του Μιχαήλ Αργυρόπουλου
Την εσκότωσα. Της
τό 'πα: "Μωρή στρίγλα, σ'
αγαπώ
κι απ' τα
μένα πιο πολύ.
Για την
άτιμη τιμή σου
κρύβω εγώ καό
σκοπό,
κι αρραβώνας
το φιλί.
Σ'
εζουγράφισα για πάντα
κεντημένη στο κορμί
και στα
στήθια με βελόνα
νά 'σαι εκεί
βασίλισσά μου στης
καρδιάς μου το
θρονί,
και σε
φόρεσα κορόνα...".
Κι εχωρίσθηκα
μαζί της, σα μ' επήγαν
φυλακή
τα κιζάνια
μιαν ημέρα,
γιατί τάχα
είχα ξεκάνει, κάποια σκόλη, ένα
τουρκί
πού 'χε φτύσει
την παντιέρα!
Σαν ξεπόρτισα, στο χρόνο, ξεκινώ
στο μαχαλά,
ν'
ανταμώσω πρώτα εκείνη.
Κι αφουγκιέμαι: τα σαντούρια
κι ο χορός
και τα βιολιά
μού
'στησαν κρυφό μπασκίνι!
Και στη
μέση, με καζάκια σαν το γάλα, και
λαιμά
πιο χιονάτα
κι απ' το χιόνι,
την καλή
σου! μ' έναν μόρτη κι από ξένη
γειτονιά,
σαν πουλάδα
να λιγώνη!
Το φιλότιμο
μ' επήρε΄ κι ούτε λόγο
ούτε βρισιά:
μια μπηχτή, και
πέφτει χάμω, πριν αδειάσει
το ποτήρι...
-Και την
άλλη την ημέρα, στη
φωτόλουστη εκκλησιά,
τέλειωσε το
πανηγύρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου