Και μαύρο ψωμί απ’ το φούρνο.
Τα σύννεφα διέσχιζαν και
περιφρονούσαν τις καθαρές αυλές.
Στο υπόστεγο υπήρχε ακόμα η άλως
του αδιάλλακτου γλόμπου.
Ήλιος του πρωινού έβγαινε και
σουρωνόταν κατά διαστήματα
απ’ τους ηθμούς των μεγάλων
κλαδιών
ή δυνάμωνε στις λιμνούλες της
βραδινής βροχής.
Δεν άνοιξα την αυλόπορτα που
άνοιγα τρία χρόνια
μ’ ένα γάλα στο χέρι και μια χαρά
που δεν ένιωθα καν όταν πατούσα τ’
αποχτενίδια
περνώντας απ’ το πεύκο προς τις
μικρές ελιές της εξώπορτας.
Δεν ξέρω αν ένιωθα νοσταλγία ή
θλίψη τώρα
ή αν αυτά είναι λέξεις που ήθελα
να σκεφτώ.
Άλλωστε εγώ το είχα επιλέξει.
Και ήταν βέβαιο πως κάτι θα έγραφα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου