Σελίδες

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο θάνατος του ποιητή


του Π. Ένιγουεϊ

Ήταν Σάββατο 21η Μαρτίου 2043 που αποκεφάλισαν τον ποιητή.
Ο αποκεφαλισμός είχε οριστεί για τις εννέα το πρωί. Μαζί με δύο φίλους πήγαμε στο σημείο της εκτέλεσης, στην πλατεία Κοτζιά, κάνα τέταρτο νωρίτερα.
Στη μέση της πλατείας από το προηγούμενο βράδυ είχε στηθεί το ικρίωμα, μια πρόχειρη, άβαφη κατασκευή ύψους δυόμισι μέτρων. Στην κορυφή του πλαισίου βρίσκονταν η λεπίδα· γυάλιζε κάτω από τον λαμπερό ήλιο. 
Ήταν Σαρακοστή. Πολύ σπάνια γίνονται εκτελέσεις τη Σαρακοστή. Όμως κρίθηκε σκόπιμο να τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό.
Διακόσιοι οπλισμένοι στρατιώτες σε στάση ανάπαυσης έστεκαν περιμετρικά της λαιμητόμου.
Η ώρα πήγε δέκα και τίποτα δεν είχε συμβεί. Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε η φήμη ότι ο ποιητής αρνούνταν να εξομολογηθεί, γι’ αυτό και η καθυστέρηση.
Ξαφνικά από τα μεγάφωνα ήχησαν τρομπέτες. Οι στρατιώτες στάθηκαν προσοχή και ο λίγος κόσμος πλησίασε περικυκλώνοντάς τους. Κάποιοι ιερείς περιέφεραν αργά και πένθιμα μια εικόνα του Εσταυρωμένου γύρω από το ικρίωμα.
Ο ποιητής εμφανίστηκε στην εξέδρα ξυπόλητος και με τα χέρια δεμένα. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, με πρόσωπο χλωμό και καστανά μακριά μαλλιά.
Γονάτισε αμέσως κάτω από τη λεπίδα. Από κάτω υπήρχε ένα κουτί από χαρτόνι, μέσα στο οποίο κύλησε την επόμενη στιγμή το κεφάλι του.
Πετάχτηκε μπόλικο αίμα τριγύρω.
Μετά από λίγο ο δήμιος, κρατώντας το κεφάλι του ποιητή, έκανε το γύρο της εξέδρας δείχνοντάς το στο πλήθος. Όλοι μας παρακολουθούσαμε αμίλητοι. Έπειτα το κάρφωσε σ’ έναν όρθιο πάσσαλο στην μπροστινή πλευρά.
Κανένας δεν αισθάνθηκε το παραμικρό. Δεν υπήρξε καμιά έκφραση αηδίας, οίκτου ή λύπης.
Λίγο μετά απομάκρυναν το πτώμα, καθάρισαν τη λεπίδα και ξέστησαν το ικρίωμα.
Η παράσταση έλαβε τέλος.
Έστριψα ένα τσιγάρο.


       (βασίζεται στο Δημόσιος αποκεφαλισμός στη Ρώμη, του Charles Dickens,
 από το Pictures from Italy, μετ. Γιάννης Παλαβός,

Στιγμιότυπο στη Σόλωνος



Τα μεσημέρια στη Σόλωνος
αγκομαχούν πίσω από κουρασμένες εξατμίσεις

Δημόσια στενότητα
πίσω από τα τζάμια
Αφίσες δηλωτικές
προτιμήσεων κι ισοδύναμων πεποιθήσεων
Τραπεζάκια μικρά, λιανά
πάνω τους χώρος ενός πακέτου από τσιγάρα
και δυο αγκώνων άγγιγμα

Τα μεσημέρια στη Σόλωνος
γλιστρούν και χάνονται στις σχισμές των υπονόμων

Το χέρι γωνιωδώς προτεταμένο του προσώπου
Πρόσωπο δουλεμένο απ' τον χρόνο
Δάκτυλα καταλλήλως κεκαμένα
ως υποδοχείς τσιγάρου και μιαν άφεση καλέσματος
Μάτια μισόκλειστα στις ακοές
συνταιριασμένα λες
στο μαύρο φόντο της αφίσας πίσω της
".... καταραμένοι ποιητές ..."
ίσα που πρόλαβα να διακρίνω
πάνω της γραμμένο με άσπρο
σαν από τον καπνό νόμιζες

Τα μεσημέρια στη Σόλωνος
γλιστρούν σε οδόστρωμα βρεγμένο από βαλβολίνες κι ευθύβολη αδιαφορία

Κι αυτός
"...εκατό χιλιάδες ευρώ η αξία του οικοπέδου..."
ακούστηκε να λέει
σκυμμένος ελαφρά κοντά της
-γι άλλα θα περίμενες-

Εκεί
στα μικρά καφέ της Σόλωνος
η εφηβεία ενηλικιώθηκε
με παρατεταμένες κρίσεις πανικόβλητης αυτοκριτικής

Καταραμένοι οι ποιητές
που οξειδώνονται στις ανάγκες των καιρών

Ο αποχαιρετισμός


Όρθιοι κάτω από την τέντα του περίπτερου
- μη φανταστείς
πως απαίτηση είχα
αλλιώς να τους σκεφτείς
καθιστούς ή ξαπλωμένους
καταμεσίς του δρόμου
μα σκέψου και μένα
που να αποδώσω ήθελα
λιτά
στη σκηνή και τους πρωταγωνιστές μου
τις συνέπειες στη συμπεριφορά
από του κόσμου την γύρω παρουσία
ανάγκη είχα τον πλεονασμό-
σ’ ένα αποχαιρετισμό
με χειραψία τυπική
περιορίστηκαν
εγκλείοντας ο καθένας
νόημα δικό του στην κίνηση
Έτσι, έκπληκτη
βρέθηκε να χαιρετά
μια παλάμη παγωμένη
παρά τον καύσωνα
των εξωτερικών καιρικών συνθηκών
και των δικών της εσωτερικών
Ώσπου να ολοκληρωθεί η παρατήρηση
μεσαίος και δείκτης
ακολουθούσαν την κίνηση του αντίχειρα
κατά μήκος της παλάμης
κι απ’ τις δυο πλευρές
εγχέοντας θαρρείς μέσω αφής
ρίζες από την δική της ουσία
έγνοιας και πραγματικότητας
στα επιθηλιακά κύτταρα του άντρα
με μιαν ιδιόχειρη αφιέρωση
όσο διήρκεσε το έκπληκτο
στο άγγιγμα
βλέμμα εκείνου
η αγάπη
φωτίζει
τις νύχτες του μυαλού μου
όσο τα ξωτικά
χορεύουν
στις άκρες της σκέψης μου
Έπειτα αποχωρίστηκαν
τα βλέμματα κι οι παλάμες
Δυο λόγια επόμενα
και τα πράγματα εξελίχθηκαν
σε κατευθύνσεις αντίθετες
Εκείνη, στράφηκε αριστερά
και πριν στρίψει στη γωνία
απ’ όπου θα τον έχανε διά παντός
από την οπτική της
κοντοστάθηκε σε μια βιτρίνα
να προκαλέσει την αλλαγή στη σκέψη
Αργότερα πολύ
θα μετρούσε και την κατάσταση


Ποιητική Συλλογή: οι απέναντι

Χρόνος Ερωτικός (μικρό απόσπασμα)

Β’
Στο υφαντό της μοίρας είμαστε οι κλωστές κι είναι φορές
που του ενός τα χέρια πλέκουν του άλλου το υφάδι

ακόμα κι αν το πνεύμα μου έπαιρνε άλλους δρόμους θα το τραβούσες πάντοτε δικό σου θα το έκανες μπροστά στα πόδια σου
μαζί θα πάμε τυλιγμένοι ο ένας στο λαιμό του άλλου σαν ποτάμια
θα τραγουδάμε κι όταν πέφτουμε στη θάλασσα

με τις πνοές του έρωτα που κύλησαν εντός μας τη διακόσμηση απ’τις βαθιές σπηλιές μας μυστικά που ανταλλάξαμε κι ανέβηκαν τη σκάλα
ας νυχτώνεται ο κόσμος όλος
στον κήπο μας θα παίζουν τα λιοντάρια με τα ελάφια
και θαγεμίζουν τα σταφύλια μας φωτιά

πλάι σε ανίκητες πηγές που αναβλύζουν για να ποτίζονται τα χείλη σου μπρος στην ολότητα
συστρέφεται ο χρόνος όταν σε ψηλαφώ


κάποτε καθώς θα αναλύεται η καρδιά μου τα συντρίμμια της θα ψιθυρίζουν τ’όνομά
σου........

Στην πλατεία Καπνικαρέα

Στην πλατεία Καπνικαρέα
Ατέλειωτες οι σειρές
Από γλάστρες
Ασημένιες
Στα περβάζια
Ανθοκόμων τραγουδιστών
Παραμονές Χριστουγέννων
Το χέρι της μαμάς
Ζεστό
Με τραβολογούσε
Δυστυχώς φορούσε γάντια
Με ρυτίδες βαθειές...

...όταν με άφησε.

Το όνειρο

Είμαστε ένα ζευγάρι κύκνοι
διασχίζοντας τη λίμνη την αγάπη μας.
Αποφεύγοντας τους κυνηγούς
που αστοχούσαν πάνω μας.
Τυλίγοντας μεταξύ τους τους λαιμούς μας
κι αυτό ήταν το φιλί μας.
Τινάζοντας τα φτερά μας
σ`ένα μικρό πέταγμά μας
έχοντας τον κόσμο από κάτω μας.
Βουτώντας τους λαιμούς
μέχρι να φτάσουμε
στου βυθού τα βατόμουρά μας.
Παίρνοντας τα μωρά μας
εγώ μαζί τους στην καλαμιά μας
κι αυτός περιπολώντας
διεκδικώντας έτσι την ασφάλειά μας.

Είμασταν ένα ζευγάρι κύκνοι

διασχίζοντας τη λίμνη την αγάπη μας.

Ντρέπομαι

Περπατάμε
στο μεγάλο κήπο μας.
Ο ένας τον άλλο ακουμπάμε
με ερεθίζουν τα φιλιά μας
ντρέπομαι όμως να του πω `'αγάπη μου `'

Γιατί; Γιατί;

Τι θα φάμε το βράδυ;
Κάτι ελαφρύ με λίγο λάδι
Ντρέπομαι όμως να του πω `'αγάπη μου `'

Γιατί; Γιατί;

Κοιτάζω προς τα εκεί.
Ικετεύω ένα καναρίνι
το αεράκι διαπερνώντας
την αγριοτριανταφυλλιά μας
μου ψιθυρίζει πώς να του πω το `'σ`αγαπώ''.

Στην αγκαλιά μας
στα φιλιά μας
στον έρωτά μας.

Κινήσεις

Μια ελαφριά κίνησή της ξεκαρφώνει τον ήλιο
κι άλλα άστρα από τον ουρανό.

Μέγας μόδιστρος τα στερεώνει
στο νυφικό της.

Κορίτσι σ’ αγαπώ.

Μια ελαφριά κίνησή της
αξίζει την κόκκινη πιάστρα
με όλες τις παπαρούνες της γης.

Κορίτσι σ’ αγαπώ.

Κίνηση μοιραίας υποταγής
τη μεταμορφώνει στα περιοδικά
που διάβαζε με νωχελικότητα.
Σε λίγο η αναπνοή της θα την τυλίγει γλυκά
καθώς εκεί στοv καναπέ
ο ύπνος έρχεται και παίρνει
τη νυφική της παιδικότητα.

Κορίτσι σ’ αγαπώ.

Μόνο τη σκιά της

Τη βλέπω πάλι
να κατηφορίζει
τον ίδιο, παλιό δρόμο.

Τη γκρι καπαρντίνα της
τη σφίγγει με τρόμο.

Τα κρύσταλλα της βροχής
να ηχούν στα καυτά δάκρυά της

Έχω μάθει ν`αγκαλιάζω μόνο τη σκιά της.

Μια άσκηση φυσικής άλυτη

Τώρα, μαλλιά ξεριζωμένα απάνω από τ’ αυτιά
τα υπόλοιπα αγκάθινα σrεφάνια
δαγκωμένα τοστ στα χέρια
νωπά, από μετάληψη ωφέλιμη στην πέψη
αδιαμαρτύρητες γλώσσες χωρίς γεύση
ομοιόμορφες αδιάβροχες φωνές
σε ποτ πουρί εκατομμυρίων χιτ
πάνω στο ίδιο μπιτ
αποστεωμένα πόδια σε αγώνα στάσης
σε βιτρίνα αθλητική εκεί
κάθε πρωί, κάθε πρωί...

2 παρά πέντε τις μικρές εβδομάδες
3 παρά πέντε τα μικρά Σάββατα
ανύπαντρες μαμάδες άγνωστοι αεροσυνοδοί
με βλέμμα καρφωμένο σε άγνωστη οροφή
η καρφωμένη μοτοσυκλέτα σε κουμπί εντολή
ολοκληρωτικού πολέμου
μέσα σε έγχρωμα καντράν

μέσα μας
στα γρήγορα, στα όρθια φτηνά ρεστοράν
η μασέλα ακριβείας διαμελίζει κάτι σημαντικό από μας
μια άσκηση φυσικής άλυτη
κι εμείς πίσω από ένα παραβάν πάνω σ ’ ένα πλακάτ
ιδιοφυείς παράλυτοι
άγρια κληρονομιά της κιβωτού του Αραράτ
Θεέ μας υπολογιστή
εννοούμε να σε περιμένουμε για τη λειτουργία
σε τροχιά οριστική, διαστρική, έστω κι ασύλληπτη.

θάλασσα

Τη θάλασσα δεκατέσσερα χρόνια είχα να τη δω
υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς
ανοίγοντας τον εαυτό του
μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα
σε μιαν ανείπωτη αγκαλιά
για τη μητέρα του κόσμου, τη θάλασσα

Ερημιά

Μπήκε η Άνοιξη,
τα λουλούδια ανθίζουν
Τα φώτα της γιορτής
διασχίζουν την ερημιά μου
που δεν είναι βρεγμένο ρούχο
ούτε σχισμένο πέπλο
Είναι η σάρκα μου,
έρπει στον αιχμηρό πλανήτη
με όραση χαώδη,
με ήχο,
αλύχτισμα πεινασμένης αγέλης
Πού πηγαίνεις ;
ρώτησε ο Θεός
ενώ ήξερε.

Αλίμονο

Σύννεφα στοιβάζονται πάνω σε σύννεφα
άπειρες οι φωτοσκιάσεις
περιστέρια κάθονται πάνω στα κάγκελα
εκστατικοί κοιτάζουμε

Αλίμονο στους δυνατούς κι ευαίσθητους
εξουσιάζονται απ’ τους αδύναμους κι αναίσθητους
αλίμονο αν κλάψουμε στη θέα των μαύρων στημόνων
ενός κοραλλένιου πλάσματος

Στο πληκτικό χωριό

Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται —
υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα
εμπορικό· νεότατος — και που αναμένει
ακόμη δυο τρεις μήνες να περάσουν,
ακόμη δυο τρεις μήνες για να λιγοστέψουν η δουλειές,
κ’ έτσι να μεταβεί στην πόλιν να ριχθεί
στην κίνησι και στην διασκέδασιν ευθύς·
στο πληκτικό χωριό όπου αναμένει —
έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής,
όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμένη,
εις έντασιν ωραίαν όλ’ η ωραία νεότης του.
Και μες στον ύπνον η ηδονή προσήλθε· μέσα
στον ύπνο βλέπει κ’ έχει την μορφή, την σάρκα που ήθελε ....

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Το 25ον έτος του βίου του

Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο μήνα.
Pώτησε· μα δεν ήξεραν τίποτε να τον πουν.
Aπό τα λόγια των, κατάλαβε πως είχε γνωρισθεί
μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον·
μια απ’ τες πολλές άγνωστες κ’ ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν.
Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά, την νύχτα,
και κάθεται και βλέπει προς την είσοδο·
μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.
Ίσως να μπει. Aπόψ’ ίσως ναρθεί.

Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.
Aρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του.
Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι.

Να μην προδίδεται, το προσπαθεί εννοείται.
Μα κάποτε σχεδόν αδιαφορεί.—
Εξ άλλου, σε τι εκτίθεται το ξέρει,
το πήρε απόφασι. Δεν είν’ απίθανον η ζωή του αυτή
σε σκάνδαλον ολέθριο να τον φέρει.

ΠΟΙΗΣΗ

του Κωνσταντίνου Χατούπη 


Ὁ ποιητὴς ὁρμώμενος ἀπ’ τὴν ἰδέα φτειάχνει πραγματικότητα. Μιὰ ἀπ’ τὶς πολλὲς πραγματικότητες ποὺ ὑπάρχουν ἔξω ἀπ’ τὴ συνείδησή του καὶ μόνον αὐτὸς μπορεῖ νὰ δῇ· ὄχι οἱ ἄλλοι, οἱ μὴ ποιητές. Οἱ ἄλλοι περιορίζονται στὸ νὰ βλέπουν ὅ,τι μπόρεσε νὰ μεταφέρῃ ὁ ποιητὴς μὲς στὸ καλλιτέχνημα ἀπ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἡ συγκεκριμένη ἀντίληψη δὲν ἐπέχει θέση ἀξιώματος: Μιλάω γιὰ τὴν ποίηση ἔτσι ὅπως τὴν νιώθω ἐγώ: χωρὶς ἀξιώσεις καθολικότητας. Οἱ ὑπόλοιποι ἂς ποῦν τὰ δικά τους ὅπως τὰ νιώθουν.
Πίσω ἀπ’ τὴν ποίηση ὑπάρχει ἡ ἰδέα, ἕνας προβληματισμός, μιὰ γνωστικὴ ἐξέταση τοῦ κόσμου ποὺ προηγεῖται τoῦ καλλιτεχνήματος ἢ διαμορφώνεται παράλληλα μὲ τὴ γέννηση τοῦ ποιήματος κι ὡς ἐκ τούτου παίρνει ὁριστικὴ μορφὴ ὅταν ὁλοκληρώνεται καὶ τὸ ποίημα. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὑπάρχει μιὰ γενικὴ ἰδέα – ὁ ποιητὴς δὲν τὴν ἔχει ἀναπτύξει ἀκόμα πλήρως – τὴν ὁποία τὸ ἴδιο τὸ ποίημα ποὺ τὴν περιέχει βοηθάει στὴν συγκεκριμενοποίησή της καὶ παράλληλα ἀποκτάει τελικὴ μορφὴ μέσα ἀπ’ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ποίησης (σὰν κάτι τὸ ὅλο διαλεκτικὸ νὰ ἀναπτύσσεται ἐδῶ).
Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ ποιήματος. Εἶναι τὸ Τ Ι τῆς δημιουργίας. Αὐτὸ προκύπτει ἀπ’ τὴν πνευματικοποίηση τοῦ ὀρατοῦ κόσμου κι ὑποστηρίζεται ἀπ’ τὴ μελέτη κειμένων καὶ λιγότερο ἀπ’ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο αὐτό, χωρὶς ὅμως καὶ ν’ ἀποκλείεται ἡ τελευταία. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ θὰ πυροδοτήσῃ τὴν γέννηση τῆς ἰδέας εἶναι τὰ κείμενα. Κι ἐνῷ τὸ σύνηθες εἶναι ἡ υἱοθέτηση ἀλλότριων ἰδεῶν, ὑπάρχει κι ἡ σπάνια ἐκείνη στιγμὴ ὅπου ἡ φιλοσοφικὴ ἐξέταση κι ἡ συνεπακόλουθη π ρ ο σ ω π ι κ ὴ ἑρμηνεία του ὄντος θὰ δώσῃ πρωτόφαντες ἰδέες, καὶ ποὺ ταυτόχρονα καθιστᾶ τὸν ποιητὴ φιλόσοφο καὶ τὸ ποίημα ὄχι μόνον φορέα τοῦ καλοῦ – ἐὰν εἶναι ἄξιο γιὰ κάτι τέτοιο – ἀλλὰ φορέα καὶ τοῦ ἀληθινοῦ μὲ τρόπο μ ο ν α δ ι κ ό. Εἴτε ὅμως ἡ ἰδέα εἶναι προσωπικὴ εἴτε ἀλλότρια, πρέπει νὰ χαραχτηρίζεται πάντα ἀπὸ κάποια βαρύτητα, ἕνα βάθος, ἕνα ἐκτόπισμα, τέλος πάντων, ἀσυνήθιστο. Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν τῶν κριτηρίων ἐπιλέγεται ἡ ὅποια ἰδέα γιὰ νὰ μορφώσῃ τὸ περιεχόμενο τοῦ ποιήματος.
Ὁ ποιητὴς ὀφείλει ν’ ἀποκτήσῃ πλήρη συνείδηση τῆς ἰδέας, δηλαδὴ νὰ τὴν νοήσῃ καὶ νὰ τὴν κατακτήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου προκειμένου νὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ἐκμεταλλευτῇ καὶ καλλιτεχνικὰ ἔχοντας τὸ ταλέντο, τὴν φαντασία, τὴν τεχνική.
Τὸ πέρασμα ἀπ’ τὴ σφαῖρα τῶν ἰδεῶν στὴ σφαῖρα τῆς ε ἰ κ ό ν α ς διαμέσου τοῦ στίχου σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς καλλιτεχνικῆς ἐπεξεργασίας τῆς ἰδέας, δηλαδὴ τῆς ποιητικῆς δημιουργίας. Ἀλλοῦ τονίστηκε ἡ ἔντονη εἰκονοποιία ποὺ χαραχτηρίζει τὸ ποίημα, δηλαδὴ ἡ χρήση τῆς εἰκόνας ἢ τῶν εἰκόνων παρὰ τῶν ἐννοιῶν γιὰ τὴν ἐπεξεργασία τοῦ θέματος/ἰδέας. Ἐδῶ ἀρκεῖ νὰ εἰπωθῇ ὅτι ἡ εἰκόνα πρέπει νὰ ὑποστηρίζῃ τὴν ἰδέα καὶ νὰ τὴν προωθῇ ἔτσι ὥστε νὰ μπορῃ νὰ γίνεται ἐμφανής μὲς στὸ ποίημα καὶ νὰ τὴν συλλαμβάνῃ ὁ ἀναγνώστης.
Ἡ ἀποκρυστάλλωση τῆς ἰδέας σὲ στίχο ἐγκαινιάζει μιὰ πραγματικότητα πέραν τῆς αἰσθητῆς, τῆς ὀρατῆς πραγματικότητας ποὺ ἀντιλαμβάνονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ δεικνύει τὴ βαθύτερη ἑνότητα τοῦ κόσμου καὶ τὶς πραγματικὲς σχέσεις ποὺ τὸν διέπουν καὶ φανερώνεται στὸ βλέμμα τοῦ ποιητῆ μόνον. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν λαϊκὴ ἀντίληψη ὁ ποιητὴς εἶναι ἀλαφροΐσκιωτος. Ἡ ἐνορατικὴ ἐνατένιση τοῦ κόσμου ἀπ’ τὸν ποιητή – μιὰ ματιὰ λ α γ α ρ ὴ κι ἀ θ ώ α συνάμα, κ α θ α ρ μ έ ν η ἀ π’ τ ὸ β ά ρ ο ς τ ῆ ς σ υ ν ή θ ε ι α ς – καθιστᾶ τὴν ποίηση π ρ ο σ π ά θ ε ι α κ α τ ά κ τ η σ η ς τ ο ῦ ὄ ν τ ο ς μὲ τρόπο παρόμοιο μ’ αὐτὸν τῆς ἐπιστήμης ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πολὺ διαφορετικό.
Ἡ πραγματικότητα στὴν ὁποία ἀναφέρομαι ἐδῶ, ποὺ παραλληλίζεται μὲ τὴν ἀ φ α ν ὴ ἀ ρ μ ο ν ί α τοῦ Ἡράκλειτου, ἀποτελεῖ μιὰ πλευρὰ τοῦ βαθύτερου λόγου τῆς φύσης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι πολυεδρικὸς κι ὁ ποιητὴς πασχίζει νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ στὴν ὁλότητα του κάθε φορὰ ποὺ δημιουργεῖ. Ὅ,τι ἀποτελεῖ γιὰ τὸν κοινὸ νοῦ παράδοξο ἢ παράλογο τῆς πραγματικότητας αὐτῆς, ἀντιπροσωπεύει γιὰ τὸν ποιητὴ τὴν ἤρεμη τάξη ποὺ ἐνεδρεύει πίσω ἀπ’ τὸ ὑ π ο τ ι θ έ μ ε ν ο αὐτὸ παράλογο ἢ παράδοξο.

Ὁ ποιητὴς ὁρμώμενος ἀπ’ τὴν ἰδέα – μιὰ ἰδέα προκύπτουσα ἀπ’ τὴν προσωπική του περιπέτεια στὸν κόσμο τῶν κειμένων καὶ τῆς σκέψης – ἀνακαλύπτει καὶ δίνει στερεὴ μορφὴ σὲ μιὰ ἀόρατη πραγματικότητα. Ἡ ποίηση εἶναι ἀκριβῶς τὸ φανέρωμα αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, ἡ μετάβαση ἀπ’ τὸ ἀόρατο στὸ ὀρατό.


ΠΗΓΗ:  "ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ" ( ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014)

Ο Υπερρεαλισμός το λογοτεχνικό ρεύμα που γοητεύει περισσότερο τους αναγνώστες

Ποιά από τις παρακάτω τεχνοτροπίες (Λογοτεχνικά ρεύματα και κινήματα) σας γοητεύουν περισσότερο; Με το ερώτημα αυτό είχαμε ξεκινήσει πριν από τρεις μήνες περίπου, σαν ένα μικρό παιχνίδι ανάμεσά μας, μια ψηφοφορία στο παρόν ιστολόγιο. Ψήφισαν 93 αναγνώστες  της ποίησης και είχαν το δικαίωμα να ψηφίσουν μόνο ένα λογοτεχνικό ρεύμα. Οι αναγνώστες μας, φάνηκε να γοητεύονται από τον Υπερρεαλισμό και τον Ρομαντισμό και να αφήνουν πίσω τους τα λογοτεχνικά ρεύματα του  Παρνασσισμού και του Κλασικισμού.

Ας δούμε αναλυτικότερα τα αποτελέσματα:

Α/Α
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΡΕΥΜΑ
ΨΗΦΟΙ
ΠΟΣΟΣΤΟ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ (περιληπτικά)
1
Σ(ο)υρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός
29
31, 18 %
Υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με τη απελευθέρωση της φαντασίας. Γλωσσική απελευθέρωση.
2
Ρομαντισμός
24
25,80%
Στο Ρεύμα  κυριαρχεί το συναίσθημα και όχι  λογικής, η ανεξέλεγκτη  φαντασία, η άρνηση της πραγματικότητας και η εξιδανίκευση των πραγμάτων.
3
Συμβολισμός
19
20,43%
Προβολή συναισθημάτων και ψυχικών διαθέσεων  μέσα από αντικείμενα.
4
Ρεαλισμός
6
6,45%
Τήρηση  αντικειμενικής στάσης απέναντι στα γεγονότα.
5
Ιδεαλισμός
5
5,37%
Πρώτη ύλη η συνείδηση (το πνεύμα, η νόηση) που  προϋπήρξε χρονικά της ύλης
6
Νατουραλισμός
5
5,37%
Επικέντρωση του ενδιαφέροντος στα γεγονότα της ζωής και στην υπερβολικά λεπτομερή περιγραφή τους ακόμα και όταν αναφερόμαστε σε βίαιες σκηνές. Το τέλος των ηρώων είναι τραγικό.  
7
Κλασικισμός
4
4,30%
Χαρακτηριστικά του είναι η αρτιότητα, η αρμονία, η ισορροπία και η συμμετρία της έκφρασης
8
Παρνασσισμός
1
1,10%
Χαρακτηριστικό του ρεύματος  είναι η στατικότητα, η απάθεια, η ρεαλιστική αναπαράσταση με ακριβείς περιγραφές, η ισορροπία και η αψεγάδιαστη μορφή.
-
ΣΥΝΟΛΟ
93
100%



Τα αποτελέσματα όπως καταγράφηκαν στο Ιστολόγιο μέχρι και την 29 Ιαν 2014

Κλασικισμός :4 (4%)
 Ρομαντισμός:  24 (25%)
 Ρεαλισμός: 6 (6%)
 Νατουραλισμός: 5 (5%)
 Παρνασσισμός:  1 (1%)
 Συμβολισμός:   19 (20%)
 Σ(ο)υρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός: 29 (31%)
 Ιδεαλισμός: 5 (5%)



Ας φω δείλι ψυχής (απόσπασμα)


Ασφόδελοι

χανόμαστε σε δρόμους μυστικούς
εκείνους που η καρδιά μονάχα ξέρει
τη λύτρωση γυρεύουμε κι ασκούς....
του Αίολου η ψυχή μας να μαζεύει

τα λόγια μας σε ύστερες διαδρομές
παιδεύουν του μυαλού τα κρύα βράδια
λεπίδες γίνονται ...αστραφτερές
ασφόδελοι μοναχικοί φωτίζουν τα σκοτάδια

πλευρίζεις πάλι της ζωής το φως
γεννήθηκες μεμιάς να σημαδεύεις
λέξεις νοήματα βαθιά και πως
λίγο ν' αγγίζεις μη θαρρείς θα δραπετεύεις

αν έλαχε για λίγο να σε δω
σα φεγγοβόλο αστέρι που θεριεύει
νόβα κι η έκρηξη που καρτερώ
εξαπολύειται, τα βέλη αυτή μαζεύει

αστείρευτη η γνώση που ζητάς
φτιάχνεις συνέχεια μια καινούρια θεωρία
γνέφεις τον άνεμο τα σύννεφα σκορπάς
και ξαναγράφεις τώρα εσύ την ίδια ιστορία

σε παίρνει χρόνο να κοιτάς τον ουρανό
μετράς των άστρων τις πορείες με σαγήνη
πως έλαχε σε σένα απορώ
με στίχους να ποιείς και με γαλήνη!


Πετάγματα

τώρα που οι σιωπές
σκεπάζουνε τα βλέφαρα
τώρα που οι ανάσες μας γίνονται πιο βαριές
κοπάζει ο άνεμος
στο ύστερο λιοστάσι του
μαζεύει και τα τελευταία του μποφόρ
αποχαιρετά
αφήνοντας το πέταγμα
στη θέληση
να ψάχνει τις κορφές της


Ελπίδα

ένα φεγγάρι
κρυμμένο στα πρόσωπα των παιδιών
και στους θλιμμένους δρόμους της Ελπίδας
ποτέ δε μας φανερώθηκε
αυτό είναι το ριζικό της...
φυλακισμένη σ' ένα χθες
εγκλωβισμένη σ' ένα σήμερα
αφού η Μοίρα της δε διάβηκε ποτές
πως της ψευδαίσθησης το χρώμα της
μονάχα αγροικούμε...


Γνώση;

τα συμπεράσματα σαφή
επισφαλής δικλείδα
στις αυταπάτες μας
στο ΘΕΛΩ ο στόχος
στο ΔΥΝΑΜΑΙ η προσπάθεια
στο ΕΙΜΙ και ΟΙΔΑ
ο οδυρμός


Το αυτονόητο

απόψε...
που η νύχτα μεγαλώνει τις σκιές
θροίζει μες το ξεροβόρι η μοναξιά
τραγική φιγούρα
που συλλαμβάνεται να χορταίνει
ελάχιστη συμπόνια
από τα στερημένα της ουσιαστικά
π'απέμειναν για να προφέρει....
αφού τα χείλη της
διψασμένα υπάρχουν ακόμα
για το αυτονόητο...


Όπως παλιά

πως μας γυρνάει η ζωή..
τη δύση κάνεις όνειρο
μέσα της πώς πεθαίνεις
κι εσύ με τ'άστρο της Αυγής
μου στέλνεις ηλιαχτίδα
όπως παλιά θυμάσαι;
σα που γλυκοκοιμόσουνα
βουτούσαμε στο μέλι τη μπουκιά
κι ολόλευκο το όνειρο
με την Αυγή ξυπνούσε..