Καθώς η Νύχτα βουλιάζει,
κλαδεύω μιά- μιά
τις Σκιές
κι απομακρύνομαι.
Μες τη σκισμένη κάπα
μου,
λέω να κρύψω τ' Όνομά
μου,
μη τύχει και το μάθουν
οι Άλλοι!
Και η ψυχή μου,
τυραννισμένη από τον άνεμο,
αναδύεται από της
Αφάνειας το πηγάδι
και στέκει εκεί στην
Αμμουδιά,
δίπλα στα ψάρια τα
μουγκά
και ντύνεται με τ' Άσπρα
τα κοχύλια,
ενώ του κυμάτου ο Αφρός
Απελπισμένος,
συνεχίζει το ίδιο
μοιρολόγι,
καθώς μαστιγώνει τις
Πέτρινες Ακτές.
Και γύρω- γύρω η Σιωπή,
απλώνει τον ξεθωριασμένο
μανδύα της,
για να καλύψει του αγέρα οπούρχεται,
το βουητό τ' Ανυπόφορο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου