Σελίδες

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Για μια υπόσχεση αιωνιότητας







Στο σημείο που δεν περισσεύει λόγος ν' ακουστεί φωνή,
στο μεταίχμιο γραφής και θανάτου, στο πέλαγος
του σώματός σου, πνιγόμουν διασκεδασμένος.

Εκκινώντας απ' τον τρούλο,
κάποιοι τυφλώθηκαν στα υπόγεια και γίναν
τα μάτια τους χρυσά λαγκάδια, ηλιοβασίλεμα, εμένα
δέχθηκαν την ψυχή μου οι ουρανοί.
Αστρο, η αρχή μου είναι του ύψους, η ζωή μου
σε μεταμέλεια, λυπημένη.
Χρόνια, δάχτυλα της μητέρας μου, ευχέρεια
κλώνου χλωρού, αγκαλιά-

Την αυγή βρίσκω λόγο χλωμό,
χρυσό στεφάνι χαμόγελο της μητέρας.
Μου 'δωσε μιαν ασάφεια μεγαλείου το πρωινό
κι η νύχτα θαυμασμό, σώματος γραπτού.
Ημουν χέρι δεμένο, θυμάμαι
μέσα στις φουσκονεριές έθαβα τις λέξεις των αγαπημένων-
σώπα, τα χείλη μου προφέρουν την ψυχή σου.

Η αρχή μου είναι του ύψους, η ζωή μου
έγινε εκλέπτυνση πνευματική και νόημα
της ομορφιάς˙ στο ίδιο το μυαλό μου ανοίγει
ο τρούλος της πνοής σου, ουρανός με αλλάζει
και δεν μου ανήκεις, δεν μου ανήκει απ' όσα γράφω μια σειρά.
Ω κατακόμβες, λύπη στην ψυχή μου.

Μου 'λεγες, όταν μου 'λεγες να κοιμηθώ
ως να φανεί το βλέμμα κι η πνοή του μυστηρίου,
κι ύστερα να σωθώ
κοιτώντας απ' τους κήπους την άβυσσο, 
κι άγρυπνο ζητούσα μάτι σοφίας, την ουσία της άνθησης,
τις πλεξίδες των ωραίων κοριτσιών, να παίζουν
στο μεταίχμιο γραφής και θανάτου,
όταν μου 'λεγες, «σκόρπισε, αντοχή μου, το φθονερό τους γέλιο,
να χορεύουμε, να χορεύουμε μόνοι
σαν ανήλικο θαύμα»,
και θυμόμουν φως πλημμυρισμένο μόνο
να με σκεπάζει...

Χάραμα γλυκό, μην είδες, μην είδατε τη φωνή της;
Στο μονότονο επιστρέφω του ήχου, μητέρα,
μητέρα, πού είστε κι οι δυο;

Τα μάτια σου, το πιο υπαρκτό της ύλης πνεύμα, με χωρίζουν.
Δεν είμαι ένα συνηθισμένο,
δώρο συνηθισμένο του εαυτού μου- χρόνος
και φως, διωγμένος χάνομαι στη σκέψη
που πάσχει όλη από εσένα, τ' όραμά μου σιώπησε τους ουρανούς.

Στο σημείο που δεν περισσεύει λόγος ν' ακουστεί φωνή,
στο μεταίχμιο γραφής και θανάτου, στο πέλαγος
του σώματός σου, τα μάτια μου έχουν τρόμο λευκό της απουσίας.
Η νύχτα απολαμβάνει θέση ισχύος, η ταφή
είναι από σκέπασμα της μητέρας -μην ανασάνω,
μην ανασάνω βαριά και νομίσει
ότι ήρθε ο ύπνος και φύγει-
δέρμα λευκό τ' ουρανού, αναγέννηση, χείλη,
μην νομίσεις ότι ήρθε ο ύπνος και φύγεις.

Φιλί της μητέρας˙ χιονίζει. Το σώμα σου
βιβλίο χλωμό, με περιέχει

και με ανασαίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου