ψαράδες. «Μην ανησυχείς, φτιάχνουν κομπόδεμα και θα ’ρθουν, μπάρμπα Ηλία. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν».
Ο μοναχικός γέρος σταυρώνει τα χέρια, χαμηλώνει το κεφάλι και προσεύχεται για τα δυο αγόρια του που έφυγαν, ο ένας μηχανικός στη Γερμανία και ο άλλος οδοντίατρος στην Αγγλία, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του. Τα ήμερα μάτια του μένουνε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.
«Ναι, μπάρμπα Ηλία, έτσι θα ’ρθουν, σαν τους γλάρους σου. Μην απελπίζεσαι».
Και οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρνουν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.
«Αλήθεια», του λένε, «πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπάρμπα Ηλία; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι…»
Τον ρωτούν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μ’ όλο που την ξέρουν.
Τα είχε βρει μικρά, μες τους βράχους, δυο γλαροπούλια, αμάλαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο σπίτι του. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του.
Μια ημέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.
«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε…»
Μες τις αναμνήσεις του, μες την καρδιά του, εκείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά.
«Λοιπόν…, εσένα θα σε λέμε Βασιλάκη», είπε στο ένα πουλί. «Κι εσένα θα σε λέμε Αργύρη…»
Έτσι από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Και οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.
Όταν μεγάλωσαν και ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να τα έχει σκλαβωμένα. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες τα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ ελαφριά.
«Άντε, λοιπόν, Βασίλη», είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του και τ’ άφησε να φύγει.
Το πουλί πέταξε και έφυγε.
Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο και ύστερα το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα εκείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.
Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο παράθυρο του σπιτιού του μικρά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε! Πετούσε από τη χαρά του σαν να ήταν τα παιδιά του που ήρθαν να τον δουν! Άνοιξε το παράθυρο να μπουν μέσα οι γλάροι.
Από τότε αυτό γίνεται. Τα πουλιά φεύγουν το πρωί, ταξιδεύουν ως τον Γαββαθά, ή ως τη σκάλα της Ερεσού και τα βράδια γυρίζουν. Κάνουν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούν πάνω από το σπίτι του μπάρμπα Ηλία. Αν είναι χαμηλά ο γέρος μπορεί να τα ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια κάτω απ’ τις φτερούγες. Και σαν βγαίνει με τη βάρκα και αυτά τριγυρίζουν εκεί κοντά χαμηλώνουν και τσιρίζουν από πάνω του. Τα έχουν μάθει και οι άλλοι ψαράδες και σαν τα βλέπουνε φωνάζουνε γελώντας:
«Ε, Βασίλη! Ε, Αργύρη!»
Έτσι περνούν οι μέρες στο «χερσονήσι», στα ανατολικά της Λέσβου, ανάμεσα από το Σίγρι και τα Λάψαρνα. Δεν έχει όνομα, και οι ψαράδες το λένε απλά έτσι: το χερσονήσι. Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, έξω από θάμνους. Γυμνό και έρημο. Όταν ο καιρός είναι καθαρός ξεχωρίζουν τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα από το πέλαγος.
Ο μπάρμπα Ηλίας, ο μοναχικός γέροντας της μικρής χερσονήσου, δε ρωτά πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Απ’ το καφενείο στο Σίγρι δεν περνά. Δε ξέρει τίποτα και δεν τον νοιάζει. Όλος ο κόσμος στενεύει μέρα με τη μέρα.
Οι τελευταίοι σύντροφοι, που αλλάζει πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους, είναι κάτι ψαράδες, που, σα δεν τους παίρνει ο καιρός, αράζουν στο λιμανάκι, μένουν εκεί και λένε για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούν εκεί. Τότε, στις μακρινές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τελειώνουν, έρχεται η ώρα για τα δυο παιδιά του.
«Δουλεύουν όλη μέρα», του λένε οι
(Βασίζεται στο Οι γλάροι του Ηλία Βενέζη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου