Απόψε ο ήλιος
με πότισε πολύ,
έσκισε τα
χείλια μου,
δε μ’ έσβηνε
με τίποτε η Νύχτα,
φορτία
ανέβαιναν, μου καίγανε τα μάτια.
Και τύλιγα τα
χέρια μου γύρω από σένα
κι έπινα τα
χείλη σου, το μάτι μου ν’ ανοίξει,
οι γύρω μας
στριφογύριζαν με το ποτό στο χέρι,
ν’ αφήνονται
στου καύσωνα τα χέρια μ’ ευκολία
ν’ ακούω το:
«μακάρι λιγάκι να φυσήξει…»
μήπως κι
ανάψει ολόγυρα καμιά επιθυμία.
Μπροστά ο
βράχος επόπτευε σα λαμπερό κρανίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου