Περιηγητής που
πέρασε πατώντας
τον καιρό σου
και το χώμα
στα σκοτεινά
τα χρόνια του μεσαίωνα*
βιάστηκε το
χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις
στα γράμματα
λειψός ο αγύρτης
σαν τους
συνέδρους της Μελβούρνης
άσχημες τις
είδε τις γυναίκες
του νησιού
μαντήλες τυλιγμένες
μαύρες ποδίνες
και σαγιές
κούζες στους
ώμους με νερά
μωρά κοπέλλια
και κλαδιά
μ’ ανθούς και
κλωνιτάρια
σκυφτές οι
ζωγραφιές του Διαμαντή
στον λίβα τα
δρεπάνια τους να στρίβουν
της Μεσαρκάς
που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι
όχι στη βράση
του χορού
στη μέση του
χωριού ν’ αστράφτουν.
( Υστερα που
γύρισε στο σπίτι απ’ την πορεία
άκουσα την
πατρίδα μου να κλαίει
γυναίκα που
της στέρησαν τον άντρα.)
Και μια στιγμή
πως σ’ είχα στο πλευρό μου
εθάρησα,
καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία
όμως ξυπνώντας
πήρες δρόμο λυπημένη
σαν το πουλί
πετώντας είχες φύγει
ήρθες μακριά
στο Νότο.
Ωραία γυναίκα,
μεστωμένη
στην ομορφιά
του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο
χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν
πολυκύμαντη
οργή του
σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που
σου πήραν τα θηρία
περπάτησες
ξανά τρικυμισμένη.
Τα σώματα
ξυπνήσαν σκοτωμένων.
Σου γύρεψαν
ταυτότητα να δώσεις
τα δάκρυα των
άχραντων χαμένων
πίσω ξανά.
Εσύ. Ωραία γυναίκα.
Στο πείσμα και
στον πόνο γινωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου