Λύσανε τα
σαντάλια τους. Τα μέλη αποσταμένα
έγυραν να
ξεκουραστούν
σιγά σιγά μην
ακουστούν,
βγήκανε τα
φαντάσματα, σεριάνι ένα ένα.
ετούτο βγήκε
απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από την
τσιμινιά
και σμίχτηκε στη
γειτονιά
με τις
χαρούμενες φωνές που κουβαλά ο αέρας.
φαντάσματα,
φαντάσματα του χτεσινού μας κόσμου
γιατί δε
χάνεστε κι εσείς
μέσα στα βάθη
της ψυχής
κι αβάσταχτη
μας φέρνετε ευωδιά χαμένου διόσμου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου