Η Νυχτιά φαινόταν αλλόκοτη,
κάτι από το ΄Αγριο φτερουγητό των κοράκων,
κάτι από του Πολέμου τη δίνη,
κάτι από του Κατακτητή την Απάνθρωπη μπότα!
Έμοιαζε να την σκιάζουν οι ΄Ισκιοι
των καμένων κυπαρισσιών
από τις φλόγες των Σιδερένιων Πουλιών,
που έσπερναν Ερυθρές Παπαρούνες
την προηγούμενη μέρα...
Το χιόνι που είχε σκεπάσει την πράσινη
χλόη,
είχε βαφτεί και κείνο με των Ηρώων το Αίμα,
που με την άχνα του Στεναγμού
παγωμένη στα θλιμμένα τους χείλη,
είχανε φύγει γιά το Μακρινό Τους Ταξίδι!
Δεν είχαν προλάβει να δουν
την Ξεπλεκομαλλούσα Ξανθιά Λευτεριά,
που Φεγγαροστόλιστη,
ροβολούσε από ράχη σε ράχη,
τραγουδώντας του Σολωμού το Τροπάρι!
Η Νύχτα,
ζήλεψε την Ασπροντυμένη Κυρά,
και πιό πέρα, ανοιγμένα Μνημούρια,
περιμέναν να λιώσει το χιόνι,
γιά να καλωσορίσουν
τους Υψηλούς Επισκέπτες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου