Σελίδες

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

‘’ΠΑΤΡΙΚΗ ΓΗ’’



Ο πατέρας ήταν αγρότης . Ζευγάς , στα χωράφια μας και σε ξένα.
Το βιος μας, λίγες ρίζες ελιές, ένα αμπέλι και κάμποσα στρέμματα χωράφι.
(Που έσπερνε το στάρι της χρονιά και το κριθάρι)
Ένα γαϊδουράκι και ένα άλογο.
Αυτά ήταν η ‘’φτώχεια μας ’’ .-Όπως έλεγε η μάνα-
Αλλά και ο πλούτος μας.
Μόνο που το άλογο, ήταν σαν μέλος της οικογένειας .
Έτσι το έβλεπα κι εγώ. Άλλωστε πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά;
‘’Η εικόνα του πατέρα και του αλόγου - Ένα- .
''Βαθιά χαραγμένη μέσα μου’’
‘’Περήφανος ο πατέρας .Έτσι το ίδιο περήφανο και το άλογο’’
‘’Ξέραμε πως αν ήταν καλά ο πατέρας και το άλογο θα είμαστε κι μείς καλά’’
(Δεν είχαμε πολλά ,αλλά δεν στερηθήκαμε  τίποτα)
Με το άλογο και το κάρο γινόταν όλες οι δουλειές .Να μεταφέρουμε τις ελιές από το *λιοστάσι , το λάδι από το *λιοτρίβι το στάρι κ.λ.π. .Με αυτό κάναμε όλες τις μετακινήσεις μας .- -από την πόλη στο κτήμα ή στα διπλανά χωριά σε κάποιο πανηγύρι-.
‘’Το άλογο ,μετά τον πατέρα, ήταν το πιο σημαντικό στην οικογένεια’’
Ο πατέρας δεν είχε πολλά λόγια ,χάδια, φιλιά. Αλλά μας αγαπούσε.
Το ξέραμε το βλέπαμε -όλη του έγνοια ήταν για μας-
‘’Η αγάπη του πατέρα, δεν ήταν στα λόγια’’
-Αντίθετα, έδειχνε πως το άλογο το πρόσεχε και το φρόντιζε περισσότερο.
Το χάιδευε , του μιλούσε ,έπαιρνε το ξυστρί ,να το ξυστρίσει ,πρόσεχε τα πέταλα του είχαν φαγωθεί ,ή αν είχε μπει ανάμεσά τους κάποιο χαλικάκι ή αγκάθι .
Το πήγαινε στον αλμπάνη όταν καταλάβαινε από το βάδισμα του , πως χρειαζόταν καινούρια πέταλα.
Ο πατέρας ξυπνούσε χαράματα να ετοιμαστεί για το κτήμα. (Κάθε μέρα στα χωράφια-εκτός από τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές)
Πρώτα να νιφτεί ,μετά στο υπνοδωμάτιο, κάτω από τα εικονίσματα, έκανε τον σταυρό του και έλεγε δυο λόγια προσευχής.
(Το ίδιο έκανε και τα βράδια και πάντα με ένα <<Δόξα το Θεώ>> πήγαινε για ύπνο).
Μετά στην κουζίνα να πιει τον καφέ του. Και παίρνοντας το τράστο * -που η μάνα του είχε βάλει το προσφάι της μέρα και το κρασί έφευγε .
-Έτσι ξεκινούσε τη μέρα του χρόνια και χρόνια-
(Έτσι κυλούσε η ζωή, με τις μικροχαρές και τις δυσκολίες της)
Επέστρεφε το βράδυ.Ακούγαμε τις ρόδες του κάρου, το χλιμίντρισμα του αλόγου και κάθε φορά ,έτρεχα στην αυλή, ν’ ανοίξω τα δυο φύλλα της μεγάλης σιδερένιας πόρτας. Και όταν ξεπέζευε -το άλογο από το κάρο - πήγαινα κοντά του, να πάρω το τράστο, από τα χέρια του .
Η μάνα, παρότι με έβλεπε που έτρεχα στην αυλή
Έλεγε: Τράβα να πάρεις το *τράστο του πατέρα σου .Είναι κουρασμένος.
Ήταν σαν να έπαιρνα με αυτόν τον τρόπο, λίγη από την κούραση της μέρας του .
(Πολλές φορές, τον βοηθούσα να ξεζέψει το άλογο από το κάρο ή να το ζέψει)
Μετά, έβαζα στον σούγλο* νερό να το ποτίσω.
(Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που πήγαινα το άλογο στο αχούρι . Να του βάλω στο παχνί σανό ή κριθάρι στον ντορβά)
-Αγαπούσα το άλογο, δεν το φοβήθηκα ποτέ-
Ένα καλοκαίρι , -ήμουν δεν ήμουν δώδεκα χρονών -το άλογο μας αρρώστησε.
Ξάπλωσε στο χώμα κι όσο αν προσπαθούσε ο πατέρας να το κάνει να σηκωθεί ήταν αδύνατον.
Η μάνα ,- αναστατωμένη κι αυτή -έγραψε κάτι σ’ ένα χαρτί .
Μου το έδωσε λέγοντας :
- Τρέχα στο φαρμακείο και πες στον φαρμακοποιό : -Το άλογο μας ,είναι άρρωστο.
Και να σου δώσει, αυτό το φάρμακο.
Πήρα το χαρτί στα χέρια ,μα ένιωσα κάτι να με εμποδίζει να τρέξω .
Κοίταξα τα πόδια μου -οι σαγιονάρες – από τις λίγες φορές που είχα βάλει σαγιονάρες το καλοκαίρι- - εμπόδιο λοιπόν -
Τις πέταξα και τρέχοντας έφτασα στο κέντρο της πόλης. (Δίχως καμία ντροπή που ήμουν ξυπόλυτη)
Με κομμένη ανάσα είπα στο φαρμακοποιό τι ήθελα.
Πήρα το φάρμακο και
τρέχοντας επέστρεψα σπίτι.
Έφεραν και τον κτηνίατρο.-Να είναι σίγουροι-
Το άλογο, μετά από δύο μέρες ήταν καλά.
''Αν ψοφούσε το άλογο μας θα πεινούσαμε''
Σε τέσσερα χρόνια –από κείνο το καλοκαίρι –έφυγα για πάντα από το πόλη μας.
(Τα καλοκαίρια μόνο για λίγες μέρες, πήγαινα να δω τους γονείς και τα’ αδέλφια μου)
Έτσι, ένα από εκείνα τα καλοκαίρια, σαν κάτι μέσα μου με έτρωγε ..σαν κάτι να έλειπε.
Μια διαίσθηση -αυτό το συναίσθημα πάλι -
Ρώτησα την μάνα .
- Μάνα , τι κάνει το άλογο;
-Τώρα ,..πάει αυτό, ψόφησε .
Έμεινα βουβή και ένιωσα ένα κόμπο στον λαιμό να με πνίγει .
-Μαχαιριά στην καρδιά –
Ένιωσα ,όπως χάνουμε ,ένα δικό μας αγαπημένο πρόσωπο.
Αργότερα, όταν συνήλθα, την ξαναρωτώ .
-Και το κάρο;
-Το πουλήσαμε.
-Και πώς πάει ο πατέρας στο κτήμα;
-Με το γαϊδουράκι .
Ο πατέρας , σ’ ένα γαϊδουράκι;
Αυτός; που χόρευε στα πανηγύρια , όρθιος, στην σέλα του αλόγου.
Τώρα με το γαϊδουράκι;
''Αυτό ήταν μια ταπείνωση για τον πατέρα''
‘Ίσως κατάλαβε η μάνα μου πως ένοιωσα και θέλοντας με αυτό τον τρόπο να με παρηγορήσει –πρόσθεσε-
-Γέρασε πια ο πατέρα σου .
Τι θαρρείς;
Και να ζούσε, το άλογο, δεν θα μπορούσε να το κάνει ζάφτι*
Όμως βυθισμένη στις σκέψεις μου, σαν να μην άκουσα τα λόγια της.- Δεν μπορούσα να το πιστέψω-
Το βραδάκι, βγήκα στον δρόμο
Περιμένοντας την επιστροφή του.
Πραγματικά ,ο πατέρας γυρνούσε σπίτι, με το γαϊδουράκι .
Δεν άντεχα να τον βλέπω
''Αυτή η εικόνα μου ήταν άγνωστη'' .Δεν ταίριαζε του πατέρα .
Μπήκα στο σπίτι και από το τζάμι της πόρτας , -στην κουζίνα- τον παρακολουθούσα.
Όταν ο πατέρα έβγαλε το σαμάρι , από το γαϊδουράκι , το πότισε , του έβαλε φαΐ και το πήγε στο αχούρι , τότε κατέβηκα στην αυλή.
Να πάρω το τράστο του -Όπως έκανα όταν ήμουν παιδί-
Να πάρω έτσι ,λίγη απ΄την κούραση της μέρας του.
Γιατί , εκείνη την μέρα, -για πρώτη φορά- είδα την κούραση στο πρόσωπό του.
Ο πατέρας, ήταν πραγματικά κουρασμένος..





*Τράστο :υφαντό ταγάρι
*Αχούρι- ο σταύλος και εκεί βάζαμε και τις μπάλες με το σανό/
*Ζάφτι:Κουμαντάρει, να το κάνει καλά’’
*Σούγλος:Ντενεκές ,κουβάς
*Αλμπάνης-πεταλωτής
*Νιφτεί , να πλύνει το πρόσωπό του
*Λιοτρίβι - ελαιοτριβείο

*Λιοστάσι - το χωράφι με τα ελαιόδεντρα -

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου