Ηρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Σαν κάθε
νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατιών, τρόμος της
γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της
ηδονής
Πέρα απ' τους άδειους κάμπους των
αποσπασμάτων
Hρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Α, πώς θα
ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ' αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά
μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση - Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Hρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Κι ούτε ένα
νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του
λαιμού
Ούτε μι' ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ' άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δαχτύλων και
σωπαίνει.
Ανάμνηση ζωής - πότε ν' αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Oχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον
κόσμο
Στα δύο, κρύβοντας το σπασμό και την
απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα
των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α, πώς θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός
αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Hρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Μη με
γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτα από τ' άρωμα της λάσπης
Ούτε απ' το χάδι των νεκρών στα όνειρά μας
Γιατί έχει μείνει κάτι -αν έχει μείνει-
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Aφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.
Από τη συλλογή «Η συνέχεια» (1954)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου