Τα δέντρα μού
θροΐζουν την «καλημέρα» τους
(κι ευχαριστώ
το βοριαδάκι γι’ αυτό)
καθώς της
κάμαρας το παντζούρι ανοίγω.
Και το
πουκάμισο στην απλώστρα
κι αυτό
λικνίζεται για να με χαιρετίσει.
Το ανταποδίδω
κάνοντας πιπί,
να κρατώ με το
δεξί αυτό που εντέλει
είναι η
πραγματική μου αλήθεια.
Το ρολόι κάνει
τικ-τακ διακριτικά
για ένα
επίλογο στον πρόλογο
που παραμένει
αφανέρωτος:
τι είδους
άνθρωπος δεν ήμουν
και πόσο ήθελα
να είμαι.
Ο καθρέφτης
του μπάνιου
με
αντικαθρεφτίζει ειρωνικά
καθώς
ξυρίζομαι να είμαι το πρόσωπο
που δεν
γεννήθηκα να είμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου