Μαζί
μεγαλώναμε λεύκα μου
Στο δικό
μας χώρο
Στην
Πατρίδα μας τη ζηλεμένη
Κοντά στην
πρωτεύουσα
Του Πύρρου
Και ας μην
ταιριάζαμε σε όλα
Και ιδίως
στην ηλικία.
Ήμουν
μεγαλύτερος
Και μάλιστα
πολύ.
Με
περνούσες όμως εσύ
Στο μπόι
Μεγάλωνες
και ύψωνες συνεχώς
Ίσως για να
γευτείς τον αέρα της λευτεριάς
Με το δικό
μου ενδιαφέρον
Με τη δική
μου φροντίδα κι αγάπη
Για σένα
Και τη
λευτεριά
Που εγώ δε
γνώρισα ακόμα
Όπως εσύ
Και ας
μεγάλωνες εδώ
Στην
εξώπορτα της αυλής μου.
Και
φαινόσουνα σαν νύφη
Στολισμένη
Καταπράσινη
και όλο γεια
Και όχι σαν
την αμφισβητούμενη
Τη δική
μου.
Και σε
ζήλευα συνέχεια
Ω,
πανέμορφη λεύκα μου.
Και όμως
γέρασες πρόωρα
Όπως κι εγώ
Γέρασες από
τα χτυπήματα των περαστικών
Σε γέρασαν
οι πληγές που σου άνοιξαν
Αυτοί,
Οι
ασυνείδητοι.
Και οι πληγές
σου γινήκανε κουφάλα
Γεμάτη με
βρωμούσες
Αμέτρητες
βρωμούσες
Εκατομμύρια,
πολλά
Πίνοντας το
χυμό σου
Το αίμα σου
θα έλεγα
Προσπαθώντας
να σε στείλουν στον τάφο.
Τη γλύτωσες
όμως
Σε απάλλαξε
η γειτόνισσα μου,
η Βασιλική
Με τον δικό
της τρόπο
Με την
μαγεία της
Όπου με ένα
τσιγαρόχαρτο, κάτασπρο
Τις
κατέβασε στο δρόμο
Τις έκανε
κουβάρι
Να τις
ποδοπατούνε οι περαστικοί
Οι εχθροί
σου.
Αυτοί που
σου άνοιξαν την κουφάλα
Στο
γλεντισμένο σώμα σου
Το καθάριο
Σαν το δικό
μου
Με τις
δικές του βρωμούσες
Που μου
σφράγισαν το στόμα
Με τη
βρώμικη κόλλα τους
Νομίζοντας
οι δύστυχοι
Πως το
έχουν ανοιχτό
Το δικό
τους
Οι τότε
κολασμένοι
Οι
σημερινοί «άγγελοι» της απάτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου