Σελίδες

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα (απόσπασμα)

Μνήμες

Κάποιες φορές τα καλοκαίρια
θυμάμαι τη λάσπη και τα κουνούπια 
των παιδικών μου χρόνων
και βυθίζομαι 
στη θολή σκόνη της μνήμης του δρόμου με τα κάρα,
και μιας μοναδικής ταινίας:
ένα παιδί με πόδια σαν σπιρτόξυλα να κάνει ποδήλατο
ευτυχισμένο
κι η μυρωδιά των χόρτων της αυλής μου


Σιωπηλή αγάπη

Σ’ ένα διάδρομο περπατά 
στις άκρες των δακτύλων 
με ένα φόρεμα λευκό 
και τα μαλλιά της ξέπλεκα σαν ανεμώνες. 

Μ’ ένα χαμόγελο μικρό
που, σα θαρρείς να υπόσχεται πολλά,
που ξέρεις πως δε θα ’ρθούνε ποτέ κι όμως ελπίζεις 
στη μουσική,
στο άρωμα της πλάνης που σου γνέφει.

Κι όταν περνούν οι ώρες,
είναι σιωπηλός ο χορός που σε τυλίγει,
κι είναι γλυκό το δηλητήριο που περιμένεις.

Καρδιές ξεγυμνωμένες

Έτσι απομείναμε και πάλι καρδιές ξεγυμνωμένες να χτυ-πάνε σαν αιώνια ρολόγια. 
Σ’ αυτή την άχρονη Εδέμ είμαστεστον ουρανό καρφωμένα αστέρια. Σε ένα απροσδόκηταατέλειωτο μαρτύριο που μας καταδίκασε ο σκοτεινός δη-μιουργός. Ανήμποροι ακόμα και να κοιταχτούμε…





Ασκητική

Εμέ δεν γοητεύουνε οι όμορφοί σου στίχοι
Ούτε το ύφος το βαρύ και δεν μετρώ με πήχη
Την εξυπνάδα, μόρφωση και τέχνη ποιητική
Ο έρωτας, αγάπη μου, είναι ασκητική.

Πρέπει ν’ αφήσεις της καρδιάς να ρεύσει λίγο αίμα
Πρέπει αλήθεια ζωντανή να δώσεις, δίχως ψέμα,
Πρέπει για λίγο να αφεθείς, να τρέξεις σαν νερά
κιΚι οφείλεις για τον έρωτα να λιώσεις σαν κεράκι. 


Πρέπει από τα στήθια σου να στάξει λίγο γάλα
Και ν ’αφεθείς στων πόθων σου τα μάγια τα μεγάλα
Πρέπει να ακούσω μέσα σου τους μύχιους σου ήχους
Να νιώσω έγκατα ψυχής, αγάπης αποήχους


σπασμωδικές επιθυμίες

Είμαστε κάτι σπασμωδικές επιθυμίες που δεν ξέρουν τι ζητάνε  και  σαν  κισσοί  αναρριχώνται  πάνω  στα  γέρικα δέντρα. Είμαστε κάτι επιθυμίες χωρίς οίκτο, εφήμερες σαν έντομα που τσουρουφλίζει ο χρόνος.



Δρ Τζέκυλ και Χάυντ

Κάποιες στιγμές στον ύπνο μας, βαθιά στα όνειρά μας
Νομίζουμε πως είμαστε έξω απ’ τα νερά μας
Σε μακρινά βασίλεια πέρα απ’ την οικουμένη
Σε τόπους που άνθρωπος κανείς δεν άκουσες να μένει.

Κάποιες στιγμές, στα όνειρα, σε κόσμους απόκοσμους
Βρίσκουμε τ’ άλλο μας μισό, να μπλέκει μ’ υπόκοσμους
Μαχαιροβγάλτες, φόνισσες, μ’ αλήτες και πουτάνες
Και με γαβριάδες που κρυφά φουμέρνουνε τζιβάνες.

Κάποιες φορές, ο εαυτός γίνεται ένας άλλος,
Μέσα στη Χώρα του Ποτέ, σαν κάπτεν Χουκ, μεγάλος
Και ύστερα στον ξύπνο μας, λουσμένοι στον ιδρώτα,
Γυρίζουμε στο μόχθο μας, μίζεροι όπως πρώτα


Ψηλάφισε

Ψηλάφισε το μέρος της καρδιάς
βουλιάζοντας στον εαυτό σαν νυχτοπούλι
που κουρνιάζει. 

όταν νυχτώνει,
μένω μόνος μες τα σπλάχνα μου.

ένιωσε
πως ήταν εκεί, παρ’ ολ’ αυτά.


Ψηλαφώντας το σώμα μου

Ψηλαφώντας το σώμα μου ανακαλύπτω
πληγές ανυποψίαστες που καίνε
στ’ άγγιγμα... Απάνω
ο ουρανός μου κόκκινος
και κάτω η ζωή μου σφύζει


Έτσι σιγά σιγά

Πλήρεις και με περίσσεια αγάπης
Και με καλές προθέσεις
Σακατευτήκαμε
Ξανά
Κι ύστερα σηκωθήκαμε
Με τις πληγές ακόμα ανοιχτές και
Πλήρεις καλών προθέσεων δοκιμάσαμε ν’ αγκαλιαστούμε
Σακατευτήκαμε
Ξανά
Και ξανά
Ως την αιωνιότητα…


Ο αυθεντικός εαυτός

Παρασκευής απόγιομα, νιώθω λιγάκι μόνος
και από μέσα ανάβλυσε ο γνώριμός μου πόνος.

Κι αναρωτιέμαι, άραγες πού τάχα να πατάμε;
Το έδαφος υποχωρεί, δεν ξεύρουμε πού πάμε...

Σε μονοπάτια αδειανά, σ’ αγνώστους λαβυρίνθους
πώς χτίσαμε τα μέλλοντα με λασπερούς τους πλίνθους;

Και τώρα που κατακλυσμοί, συντέλειες του κόσμου
έρχονται, άραγε θα διω ποτές ξανά το φως μου;

Με θαμπωμένα τα γυαλιά, σιμώνω στον καθρέφτη
και βλέπω γι’ άλλη μια φορά τον εαυτό να πέφτει..


Ναυτία

Καμιά φορά, στα ξαφνικά, με πιάνει απελπισία
σε μια εποχή που την ρουφά το πιο κενό κενό
και νιώθω πως τριγύρω μου έρχεται ξηρασία
και βρίσκομαι στην έρημο σαν κόμπος στο λαιμό.

Κάποιες φορές μου έρχεται μια σαρτρική ναυτία
σα νιώθω σ’ αδιέξοδα ο νους να τριγυρνά
και σα θωρώ ανίκητη του κόσμου τη βλακεία
και το ρυάκι της ζωής μπροστά μου να περνά



Οι σφίγγες

Κάποιες φορές οι άνθρωποι κοιτούν απορημένοι
Τις σφίγγες τις παράξενες, όταν πετούν ψηλά
Στα όνειρα τα σκοτεινά, και νιώθουν τρομαγμένοι
Που τους κοιτάζουν τέρατα με ανοιχτά φτερά.

Κάποιες στιγμές τις άκουσα, κι εγώ, να ψιθυρίζουν
Τις σφίγγες τις παντοτινές, όταν πετούν ψηλά,
Κάποιο αρχαίο μυστικό, κι ύστερα να δακρύζουν,
Να χάνονται σαν τα πουλιά σ’ ουράνια νερά.

Στα μύχια ατέλειωτα πηγάδια της αβύσσου
Ταξίδεψα κι αντάμωσα των μυστικών στιγμές,
Ω τέρατα παράδοξα, σύμβολα της Αιγύπτου,

Κάποιες στιγμές οι σφίγγες μας θα πέσουνε νεκρές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου