Να σκύψεις έπρεπε, γιομάτος φόβο,
να σκύψεις σιμά στο χώμα το ογρό και
να το προσκυνήσεις.
Κι
αφού το ακριβοφιλήσεις
με δάκρυ καυτό να το ραντίσεις
και στα σπλάχνα του τα σκοτεινά ως γενναίος να εισβάλλεις
ως προσκυνητής, πιστά αληθινός.
Δεν
ήτονε ακριβώς αυτό το θέλημα σου, το ξέρω.
Ήταν, όμως, το χρέος σου!
Κι ως γενναίος, ως πιστά αληθινός
προσκυνητής
να κατέλθεις στις σκοτεινές πεδιάδες των κλαθμών,
στις υγρές πολιτείες των αναμνήσεων
Να
κατέλθεις, ακριβέ μου,
για να ψηλαφίσεις με τα ακροδάχτυλα σου την πηκτή νύχτα,
να γρικήσεις τις κραυγές των αλλοθρήσκων, κείνων των αρίθμητων
πολεμιστών,
να τρομάξεις από τα φρικτά χλιμιντρίσματα των πανάρχαιων
αλόγων.
Μα
πάνω από όλα τούτα έπρεπε να συμβούν,
ώστε εκεί κάτω, στα Τάρταρα που κατήλθες, πιότερο να σκύψεις
μέσα στα φλογερά πηγάδια του Άδη
και να ακούσεις επιτέλους, αργά και καθαρά, τον δίχως κώδικες χρησμό
του κρυμμένου Τειρεσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου