Το χάραμα ξυπνούσε τρώγοντας μια χούφτα στάχτης και κάρβουνα σβησμένα. Έτσι ήξερε τι να περιμένει από το υπόλοιπο της μέρας του. Τη νύχτα στα βήματα του κάθονταν και έπινε καμένο ορυκτέλαιο μαζί με αμμοχάλικο. Έτσι εξιστορούσε την ουλή σε πασαλειμμένα βλέφαρα.
Στην κάψα του μεσημεριού προσπαθούσε πάντα να φάει τις σάρκες του μα μέχρι τώρα πνίγονταν πάντα από τις τρίχες του...άσε που ξερνώντας του έπεφταν και οι λογισμοί. Στο σβήσιμο του απογεύματος έλεγε να ξεκινήσει να τρώει από τα πόδια του μα πάντα ανέβαλε ετούτη τη φυγή...ήταν που αηδίαζε από τις σκασμένες φτέρνες του. Κάποιες φορές επέτρεπε στον εαυτό του την σπάνια απόλαυση να καταπίνει χώμα... κάποτε είχε ακούσει ότι του έκανε καλό...κόβονταν μαχαίρι ο στόμφος κάθε τι αλύτρωτου που μάχονταν να ουρλιάζει στον ενταφιασμό του.
Καλά τα είχε πάει μέχρι τώρα,μέρα με τη μέρα ο ίδιος ατέρμονος κύκλος. Το μόνο ότι σε κάποιες απόμερες γωνιές όταν τυχόν αντίκριζε ιστούς αραχνών ένιωθε μόνο το σφρίγος της ζωής που λαθρεπιβαίνει στις αναπολήσεις των άλλων...των ανήμερων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου