Και περπατώ Αμέμελος και ΄Ανετος
κάτω από του ουρανού
την απέραντη απλάδα,
έχοντας σύντροφο πιστό,
το γέρικο σκυλί μου.
Το ρολόϊ δείχνει δώδεκα ακριβώς,
σαν χάνω τη σκιά μου.
Στό ένα μου χέρι ,
στους στοχασμούς βαστώ,
και στ' άλλο, κομμάτι από ρείκι.
Και με μεθάει του ρεικιού το άρωμα,
αν και πικράδα βγάζει...
Τα φύλλα ανασκαλεύω τα ρηχά,
που πέσανε μπροστά μου,
και περπατώ...και περπατώ,
ώσπου να έβγει το Φεγγάρι.
Και το Φεγγάρι σαν θαρθεί,
ένα έλατο στου δειλινού την ώρα,
βάρκα θα γίνει ασπρόπανη,
χωρίς κουπιά και μπράτσα
και το νερό ολόγυρα θα τρανταχτεί,
από το πάφλασμα του ήρεμου κυμάτου.
Κι εγώ, θα χαίρομαι....θα χαίρομαι,
τούτη τη μυρωμένη ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου