ΜΟΝΟΙ
Απόψε μιλούν
τα σώματά μας
τα πτερόεντα
που μας ξεντύθηκαν
και λιγοστέψαμε
σαν υπέργηρα βρέφη
τόσο μικροί
να παραδέρνουμε
για λίγο φως
που δεν ανέχεται
ούτε στα πόδια του
να κατοικήσουμε.
Ρυθμίζουμε
ανέστιες ζωές
συφοριασμένες
εκκρεμότητες
την μήνιν που
αφήνει ο άνθρωπος
πάνω στο είδωλό
του.
Σταγόνες που
πλέκουμε
για μιαν απόδραση.
Να φεύγουμε
να οστρακιζόμαστε.
Αυτό δε θέλαμε;
Όστρακο εμείς
και εξορία.
Παρά τις δοκιμές
παρά τα χρόνια
αυτή η λεπτομέρεια
ανήκεστος πάντα.
Αγάπα με -έλεγες-
κι άλλο δεν
είμαστε
από το όχημα
προς λίγη σάρκα.
Η ΜΕΣΑ ΑΝΑΣΑ
Όταν των δέντρων
οι ρίζες
στο χώμα σκάβουν
γκρεμούς
εντός να πέφτουν
οι όμορφοι
αυτοκτονούντες
των αγρών
παίρνει ανάστημα ο
κορμός
βάζει φθινόπωρο
στα φύλλα
μην ξοδευτεί η
μέσα ανάσα του.
Ακούω τις λέξεις
των πουλιών
να παραλείπουν το
κεφάλι μου
και να γλιστρούν
στην άλλη όχθη
είμαι εδώ και δεν
υπάρχω
με διατρέχω
απ’ άκρη σ’ άκρη
τι μούδιασμα!
να ονειρεύομαι
ότι αδειάζουν
τα μυαλά μου
στα μνήματα ύστερα
αν μετρώ ξερά
λουλούδια
και πιο ξερά τα
δάκρυα
δε βρίσκω τίποτα
κακό
που να ‘ναι
αλήθεια
όπως θα φαίνεται
βρίσκω μοναχά
εισπνοές
των δέντρων την
κρυφή μανία
να συγκεντρώνεται
μια παλινδρόμηση
αμοιβαία
προς τις πλευρές
μου
ζωή που καίει ζωή
που υγραίνεται
όπως το ζώο στη
σπηλιά μας.
ΘΕΡΟΣ
Το φως κυλά
στην κατολίσθηση
της πέτρας
και η κρυψώνα του
φιδιού
λαθραία περνάει
και βυθίζεται
κάτω απ’ την
καμπάνα του ήλιου
μια ακτίνα σιωπής:
ποτέ δεν άκουσα
ουρλιαχτά
τις χασμωδίες της
αντανάκλασης
-τ’ αυτιά μου
είχαν ματώσει
από το σάλεμα του
τζίτζικα-
κι όπως του
δέντρου ο μαρασμός
προσκύνησα το
καλοκαίρι.
Είδα τα ρούχα μου
καμμένα σαν χαρτί
τραύμα το στόμα
μου χάρτης του κόσμου
πλήγματα έβαλα και
δαγκωνιές
σε όσον ίσκιο μού
περίσσευε
να γίνει τρόμος
μη μου τον κλέψουν
όσοι παλεύανε το
ρίγος τους
μέσα σε καύματα
και σκύλου δόντια.
O πυρετός κι αν
μας νικά
τα χέρια δυναμώνει
με μιαν ανάκρουση
παλμών κι ερώτων:
εκεί που ούτε
χορτάρι
δε βλασταίνει
σμίγει κι αφήνεται
κάμπος ονείρων
και δράκος
τρυφερός.
Δίψα δεν έσβησε
κανείς
όσο το ποίημα που
γιατρεύτηκε
απ’ την κακή του
σκέψη.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Ράβω το στόμα μου
στις άκρες
ξεπετιούνται οι κλωστές
σαν βλαστάρια που
περίσσεψαν
από το μίσχο
λουλουδιών
κανείς δεν
προσέχει
τις λεπτομέρειες
των φυτών
κανείς δεν
προσέχει
τις λεπτομέρειες
της λύπης
οι άνθρωποι
ακολουθούν μόνο τη λάμψη
τα καθαρά μαλλιά
κάποιας γυναίκας
γεμάτης υγεία
δέσμες του ήλιου
που στριμώχνονται
και λιγοστεύουνε
την όραση
βρίσκω ένα όνειρο
κακό
που με βυθίζει
στην καρδιά του
-πνιγμοί πριν τη
σφαγή υγρή
του ταύρου ανάσα
ή των αρρώστων τα
πνευμόνια
που με ποτίζουν
επικίνδυνα-
μην το γελάς μην
του γελάς
με βρίσκει παντού
μου παραστέκεται
εκεί που πνίγομαι
με πνίγει
με ένα φιλί σαν
πείραμα
γεμάτο ιούς και
παρενέργειες
σπαρταριστά τα
μπράτσα του
μοχθούν στη δύναμή
μου
τελευταία
προσπάθησα πολύ
μα οι στιγμές
χειροτέρεψαν
κλείνω τα μάτια
και δεν κοιμάμαι
ακούω τις κραυγές
των ποιημάτων
τη βαριά τους
ανάσα
το βήχα τους που
κρατά χρόνια
εξηγώντας την
ηλικία μου
τρομάζω με τον
παραμκρό θόρυβο
και με τη σιωπή
τρομάζω
πιο πολύ όμως
φοβάμαι
ν' ακουμπώ τα
μαλλιά μου
οι χτένες τα
δόντια τους
αν τις δω στο
τραπέζι με ακολουθούν
μέχρι να νυχτώσει
απόψε παρατησα το
σπίτι
κλειστό κογχύλι τ'
άφησα
στα μάτια των
ψαράδων
και κολυμπώ
ανέπαφα
στου ουρανού την
επιφάνεια
τα αστέρια με
παρατηρούν
χωρίς να με
βυθίζουν
κι από τις λέξεις
που ξεχνώ
η γλώσσα μου
μικραίνει
σαν ράμφος που
θυμήθηκε
τα μυστικά των
δέντρων.
ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΜΗ
ΛΥΠΑΣΤΕ
Προσέχτε τα βήματά
σας
κάτω απ’ τις
φυλλωσιές των δέντρων κρύβεται
το σώμα σας
ντυμένο τα φτερά της νυχτερίδας
και τα τυφλά της
μάτια
αν σκοντάψετε
ξεγλιστρά πάνω σας
κρέμεται ανάποδα
απ’ το σαγόνι σας
όπως απ’ της
σπηλιάς τα εξογκώματα
και τα νύχια που
χρόνια μεγάλωναν
κι ελίσσονταν στα
κλαδιά
βρίσκουν επιτέλους
μια θέση στο μυαλό σας
προσέχτε τη μήτρα
σας αν είστε γυναίκες
το καρύδι που
μεγαλώνει το λαιμό σας αν είστε άντρες
και παιδιά αν
μείνατε βρείτε επιτέλους έναν τρόπο
να πεθάνετε
ανώδυνα χωρίς να χρειαστεί ούτε άντρες
ούτε γυναίκες να
φανείτε
προσέχτε τον
κίνδυνο που ανατέλλει κάθε πρωί απ’ το βουνό
σταθείτε μακριά
και δώστε του ονόματα να τον ξορκίσετε
κόψη ξυράφι
φλοιό ανθρώπου
λιωμένη ύλη
μες στα χέρια
κάποτε σύσπαση
σιωπή
νύχτα πουλιά που
τρόμαξαν
των κυνηγών το
βόρβορο
και τις βαριές
πατημασιές τους
ταίρι
προπάντων ταίρι
που οσφραίνεται το
αίμα μας.
ΟΙΩΝΟΙ
Διαβάζω τα σπλάχνα
των ζώων
κρατώ το κόκαλο
ψηλά
κάτω απ’ τον ήλιο
και δε μαντεύω
τίποτα
έξω απ’ τα κομμένα
μου πόδια
κι απ’ το ψωμί που
πέτρωσε
οι μοίρες
στο στήθος μου
σφίγγονται
κι αστράφτουν
διαβάζω τα σπλάχνα
των ζώων
ούτε να φάω πια
ούτε να περπατήσω
κι όπως πατώ
κουτσά και ζόρικα
με δυο πληγές
πάνω στης πέτρας
τη διάταξη
κι όπως χαλώ
νερού σκασίματα
και μυρμηγκιών
φορτία
στο φρέσκο χώμα
έχω του κύκλου τη
φορά
και στην ανάσα μου
εφάπτομαι
δεν είμαι τόξου
παραβίαση
βέλος που σκίζει
τ’ οξυγόνο
μα παλιννόστηση
πνιγμός
στο φυλλοβόλο
δέρμα μου.
Ο πόλεμος με τα ζώα μου
Όταν οι αρθρώσεις θωρακίζουνε
θυμό και κίνηση στα οστά μου
απλώνω τα χέρια ανοίγομαι
στον κίνδυνο να υπάρχω
τρέφεται άνεμο η ουρά
ανάμεσα στα πόδια
και μια παλιά ισορροπία
– τη θυμάμαι –
χτυπά στις πέτρες
και σηκώνεται
πιο μαλακή στο βάρος της
τα
ζώα
με κρατούν
δεμένη
στο ένστικτο τους
τρέμω
γρυλίζω σαν σκυλί
στην πόρτα του σφαγείου
και αμολιέται η μύτη μου
υγρή για λίγο αίμα
η νοστιμιά αναπάντεχη
η έλξη φρέσκια
μέχρι να γίνει ο θάνατος
ένα ξερό υφάδι
κι όσο κι αν γλείφω απαλά
η γλώσσα να πετρώνει
χαϊδεύω
ακόμη
ανθούς στο λαιμό μου
περιβόλια αντίστροφα
στη δύναμη των φόνων.
ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Τεμαχίζομαι
σε δόσεις έρωτα
άλλοτε τις πνίγω
και τις καταπίνω
αμάσητες
άλλοτε τις αφήνω
να διαλυθούν
κάτω από μια καταιγίδα
σπανίως πετώ ψηλά
και τις αποχαιρετώ
με το μαντήλι που έχω κρύψει
ανάμεσα στις βλεφαρίδες μου
αποφεύγω να σκέφτομαι
γεμίζω κούπες με παγωμένο γάλα
και βρόχινο νερό
ξεσκονίζω τις πατούσες μου
από την άμμο
κι από ένα παλιό κολύμπι
χαρίζω τα σεντόνια μου
στους γέροντες
που αφήνουν τα ούρα τους
στα παγκάκια τινάζω τρίχες
και χνάρια μυρμηγκιών
απ’ τις καρέκλες
μου λένε η τρέλα σου ωρίμασε πια
φτιάξε γλυκό απ’ το κουκούτσι της.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΟΥ
Το σώμα αν πονέσει
κρατά μυστικά
το σώμα αν πονέσει
σκληρό παραπέτασμα
πάνω στα ίχνη του
ο μόχθος
σκάβει τη γη
σκάβει ανθρώπους
σκάβει το φως και διυλίζεται
γεμάτη ουλές
πατημασιά ταξίδι δίχως.
όρυγμα είναι;
του τριγμού το
στερέωμα;
άμμος που στάζει
σαν το κλάμα
πάνω σε μάγουλα
καυτά;
Σε πλεύση άπνοια
κρατιέμαι
απ’ της λαμπάδας
το σπιθίρισμα
και κάνω βόλτες
που κυκλώνουν
όπως οι μύγες
το κενό.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΣΗΜΑΝΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κρυφές μιλιές
λέξεις δαγκώματα
των όπλων κρότος
με πληγές τώρα ο
δρόμος
μού λέει έλα!
θα ξαγρυπνώ μαζί
σου
στις μέρες που θα
φεύγουνε
ποιήματα κρίνων
απειλές
κι όταν γυρνούν
ξανά σε σένα
χάδια από μέταλλο
αγρίμια
τεμάχια τρόμου που
πεινούν.
Φέξε μου δρόμε να
πατώ
να λάμπουν πρόσωπα
φεγγάρια
σχοινιά να δένουν
κόμπο κόμπο
πλεγμένα μάτια
στη θηλιά.
ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Βαθιά κοιτάζω
το σημείο μου
μια τρύπα άδεια
πέφτω μέσα
χαράζω λίγο
τα τοιχώματα
βρίσκω τη λάσπη
τη μαζεύω
ένας σωρός
μπροστά μου πάντα
πατώ
βουλιάζω
ο όγκος δε μετρά
τι έντομο
τι βούβαλος
στο βούρκο.
ΒΡΩΜΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Έκρυβα τις κούκλες
μου
σε όλες τις
σχισμές του σπιτιού
τις άφηνα να
χαϊδεύονται
με τους αρουραίους
και να γεννούν τα
παιδιά τους
ύστερα από μέρες
τις έβρισκα
με φαγωμένα πόδια
με τρύπια στήθη
με μαλλιά που
κρύβονταν
μέσα σε σβώλους
περιττώματα
τις καθάριζα
προσεχτικά
τους κάρφωνα πόδια
από μπαμπάκι
στήθη από λάσπη
μαλλιά από τα
νήματα
που ξήλωνα τις
νύχτες
από τα ρούχα μου
δεν είχαν μάτια
πιο μεγάλα από τα
μάτια μου
και όμως ήξεραν
όλα τα μυστικά μου
δε χόρταιναν να με
κοιτούν
να με προστάζουν
να με απελπίζουν
με τη σιωπή τους
ύστερα γνώρισα
τους αρουραίους
γίναμε φίλοι
κακοποιούσαμε μαζί
τις κούκλες
μου δίνανε ιδέες
για την πιο
ανέμελη καταστροφή
και ρυθμό για να
χτυπώ τα δόντια μου
με κάνανε
τετράποδο
αναγνώριζα από
μακριά
τις πιο ανούσιες
μυρωδιές
σερνόμουν ανάμεσα
στους σωλήνες
και στις τρύπες
των τοίχων
σχεδόν μπορούσα να
εφάπτομαι
με όλη τη
μεγαλοπρεπή βρωμιά μου
πάνω στους
ανθρώπους
έτρωγα πια και
χώνευα
τις κούκλες
των άλλων
κοριτσιών
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ
Σπίθα
διαλέγω
στης λίμνης
το λαρύγγι
βάθος τέρας
ανήμερο
με φλέγει
με κατάπιε.
Επινοώ την αρχή
μου
το νερό που με
τύλιξε
τους θορύβους
που δεν είχαν
αυτιά
να ακούσουν πως
ήδη
νοσταλγούσα
αυτό που θα
χανόταν μετά
επινοώ και
φυλακίζομαι
στην αρχή μου
στο τέλος μου
σε αυτά που με
κόπο
θυμάμαι
όπως το δέντρο
που βλαστάνει
τους σπόρους του
σε μιαν άλλη ζωή.
ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΣΑΡΚΟΦΑΓΩΝ
Μου γνέφει
απλώνεται
ρευστό πάντα
στο ύψος μας
ανοίγει της μέρας
το περίγραμμα
χάσκει μια θέρμη
στα σκαλιά
ο λύκος λιάζεται
στα ξάγναντα
κάθε πληγή μου
τον χορταίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου